Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑδρόρροια: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑδρόρροια]], ΝΜΑ [[υδρορόος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> άφθονη [[εκροή]] υδαρούς υγρού από μια [[κοιλότητα]] του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη [[μύτη]] ή από το [[αφτί]] σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού [[κατά]] την [[εγκυμοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οχετός]], [[αυλάκι]] νερού.
|mltxt=η / [[ὑδρόρροια]], ΝΜΑ [[υδρορόος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> άφθονη [[εκροή]] υδαρούς υγρού από μια [[κοιλότητα]] του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη [[μύτη]] ή από το [[αφτί]] σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού [[κατά]] την [[εγκυμοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οχετός]], [[αυλάκι]] νερού.
}}
{{trml
|trtx====[[watercourse]]===
Bulgarian: течение; Chinese Mandarin: [[水道]], [[河道]], [[水路]]; Danish: løb; Dutch: [[waterloop]], [[loop]]; Finnish: uoma; French: [[cours d'eau]], [[cours]]; Galician: canle; Georgian: წყალსადინარი, წყალსადენი არხი; German: [[Wasserlauf]], [[Flußlauf]], [[Lauf]]; Greek: [[υδρορροή]]; Ancient Greek: [[κρουνός]], [[ὑδραγωγός]], [[ὑδρορρόα]], [[ὑδρορρόη]], [[ὑδρόρροια]], [[χύτλον]]; Hungarian: folyómeder, folyás, vízfolyás, folyóvíz; Italian: [[corso d'acqua]], [[corso]]; Japanese: 水路; Korean: 수로; Luxembourgish: Waasserlaf; Macedonian: тек, водотек, течење; Malayalam: ചാൽ; Manx: stroo; Maori: koawa; Middle English: cours; Norwegian Bokmål: vannløp, løp; Polish: koryto, bieg; Portuguese: [[igarapé]], [[curso de água]], [[curso d'água]], [[curso]]; Russian: [[русло]]; Spanish: [[curso de agua]], [[corriente de agua]]; Swedish: vattendrag; Thai: คลอง
}}
}}