Anonymous

ἐγχειρητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=, -όν<br /><b class="num">1</b> [[emprendedor]] τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.<i>HG</i> 4.8.22.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐγχειρητικῶς]] = [[de manera emprendedora]] ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.14.20.
|dgtxt=ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν<br /><b class="num">1</b> [[emprendedor]] τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.<i>HG</i> 4.8.22.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐγχειρητικῶς]] = [[de manera emprendedora]] ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.14.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im <span class="ggns">Gegensatz</span> von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, [[unternehmend]], Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. [[ἐγχειρητικῶς]] im <span class="ggns">Gegensatz</span> von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />entreprenant;<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
|btext=ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν :<br />[[entreprenant]];<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχειρητικός''': , -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
|lstext='''ἐγχειρητικός''': ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐγχειρητικός]], , -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[εγχείρηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η εγχειρητική</i><br />α) η [[τέχνη]] της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με [[εγχείρηση]]<br />β) ο [[κλάδος]] της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριψοκίνδυνος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐγχειρητικός]], ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[εγχείρηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η εγχειρητική</i><br />α) η [[τέχνη]] της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με [[εγχείρηση]]<br />β) ο [[κλάδος]] της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριψοκίνδυνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχειρητικός:''' , -όν, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐγχειρητικός:''' ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐγχειρητικός]], ή, όν [from [[ἐγχειρέω]]<br />[[enterprising]], [[adventurous]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐγχειρητικός]], ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν [from [[ἐγχειρέω]]<br />[[enterprising]], [[adventurous]], Xen.
}}
}}
{{trml
{{trml