Anonymous

περιπετειώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(32)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, Ν<br />[[γεμάτος]] περιπέτειες, αυτός που χαρακτηρίζεται από [[πλήθος]] περιπετειών («περιπετειώδες [[ταξίδι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιπέτεια]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=-ες, Ν<br />[[γεμάτος]] περιπέτειες, αυτός που χαρακτηρίζεται από [[πλήθος]] περιπετειών («περιπετειώδες [[ταξίδι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιπέτεια]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
{{trml
|trtx====[[adventurous]]===
Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: [[avontuurlijk]], [[ondernemend]]; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: [[aventureux]]; Galician: aventureiro; German: [[abenteuerlustig]], [[abenteuerdurstig]], [[abenteuerhungrig]], [[abenteuersüchtig]]; Greek: [[περιπετειώδης]], [[τολμηρός]]; Ancient Greek: [[ἐγχειρητικός]], [[κινδυνευτικός]], [[μεγαλοκίνδυνος]], [[μεγαλότολμος]], [[φιλοκίνδυνος]]; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: [[aventureiro]], [[aventuroso]]; Russian: [[рискованный]], [[авантюрный]], [[авантюристичный]]; Spanish: [[intrépido]], [[aventurero]]; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik
}}
}}