Anonymous

ἐγχειρητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[entreprenant]];<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
|btext=ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν :<br />[[entreprenant]];<br /><i>Cp.</i> ἐγχειρητικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχειρητικός''': , -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
|lstext='''ἐγχειρητικός''': ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, [[ἐπιχειρηματικός]], [[ῥιψοκίνδυνος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
}}
}}
{{grml
{{grml