3,274,447
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λεγεών]], ῶνος,<br />the Lat. [[legio]], NTest., Plut. | |mdlsjtxt=[[λεγεών]], ῶνος,<br />the Lat. [[legio]], NTest., Plut. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[λεγεών]], η (AM [[λεγεών]], λεγεῶνος, ἡ και ὁ)<br /><b>1.</b> (στους αρχαίους Ρωμαίους) στρατιωτική [[μονάδα]] την οποία αποτελούσαν [[επτά]] [[περίπου]] χιλιάδες στρατιώτες («παραστήσει μοι πλείους ἢ [[δώδεκα]] λεγεώνας ἀγγέλων», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρώπων, [[πλήθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] από εθελοντές ή μισθοφόρους ξένης καταγωγής («Λεγεώνα τών Ξένων» — μισθοφορικό γαλλικό στρατιωτικό [[σώμα]] στην Αφρική)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «Λεγεώνα της Τιμής» — [[τάξη]] γαλλικών παρασήμων<br />β. «Λεγεώνα τών Φιλελλήνων» — [[σώμα]] αλλοεθνών φιλελλήλων που πολέμησαν [[μαζί]] με τους Έλληνες [[κατά]] την [[επανάσταση]] του 1821 και [[κατά]] τον πόλεμο του 1897.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>legio</i>, -<i>onis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lego</i> «[[συλλέγω]]»]. | |||
}} | }} |