3,274,216
edits
m (Text replacement - "meestal plur" to "meestal plur") |
mNo edit summary |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[πλευρό]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα επιμήκη τοξοειδή οστά, κοίλα [[προς]] τα [[μέσα]], τα οποία σχηματίζουν, [[μαζί]] με τους θωρακικούς σπονδύλους και το [[στέρνο]], το [[κύτος]] του θώρακα (α. «[[κάταγμα]] στην [[τρίτη]] [[δεξιά]] [[πλευρά]]» β. «τείνουσι [[παρά]] τε τὴν πλευράν ἑκάστην φλεβία», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το πλάγιο [[μέρος]] οποιασδήποτε επιφάνειας (α. «στην αριστερή [[πλευρά]] του χωριού» β. «στη [[δεξιά]] [[πλευρά]] του αεροπλάνου» γ. «νηὸς [πρὸς] πλευρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ θήσομεν ἡμεῖς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[ευθεία]] που περιορίζει ένα επίπεδο [[σχήμα]] (α. «[[πλευρά]] τριγώνου» β. «[[πλευρά]] γωνίας»)<br /><b>5.</b> [[κάθε]] επίπεδη [[επιφάνεια]] στερεού σχήματος, [[έδρα]] («πλευρές του κύβου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ὁψη, [[άποψη]] ενός θέματος («το [[πρόβλημα]] εξετάστηκε προσεκτικά από [[κάθε]] [[πλευρά]]»)<br /><b>2.</b> <b>(γεωδ.)</b> η [[ευθεία]] που ενώνει δύο τριγωνομετρικά [[σημεία]] του δικτύου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «γνήσιες πλευρές»<br /><b>ανατ.</b> οι πλευρές, τα οστά που συνάπτονται με το [[στέρνο]]<br />β) «νόθες πλευρές»<br /><b>ανατ.</b> οι πλευρές που συνάπτονται έμμεσα η καθεμιά με την [[αμέσως]] υπερκείμενη<br />γ) «αυχενικές πλευρές» <b>ιατρ.</b> [[ανωμαλία]] στη [[διάπλαση]] τών οστών τών πλευρών, [[κατά]] την οποία μια [[πλευρά]] εκτείνεται [[πλάγια]] από τον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο [[προς]] το [[επάνω]] [[μέρος]] του στέρνου<br />δ) «από τη δική μου [[πλευρά]]» — από εμένα, εκ μέρους μου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αρχική [[αναφορά]] στην Εύα)<br />η [[σύζυγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> α) ο [[ένας]] από τους παράγοντες γινομένου<br />β) τετραγωνική ή κυβική [[ρίζα]] αριθμού<br /><b>2.</b> [[σελίδα]] βιβλίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], οι λ. [[πλευρά]] / [[πλευρόν]] (<span style="color: red;"><</span | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[πλευρό]]<br /><b>2.</b> καθένα από τα επιμήκη τοξοειδή οστά, κοίλα [[προς]] τα [[μέσα]], τα οποία σχηματίζουν, [[μαζί]] με τους θωρακικούς σπονδύλους και το [[στέρνο]], το [[κύτος]] του θώρακα (α. «[[κάταγμα]] στην [[τρίτη]] [[δεξιά]] [[πλευρά]]» β. «τείνουσι [[παρά]] τε τὴν πλευράν ἑκάστην φλεβία», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το πλάγιο [[μέρος]] οποιασδήποτε επιφάνειας (α. «στην αριστερή [[πλευρά]] του χωριού» β. «στη [[δεξιά]] [[πλευρά]] του αεροπλάνου» γ. «νηὸς [πρὸς] πλευρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ θήσομεν ἡμεῖς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[ευθεία]] που περιορίζει ένα επίπεδο [[σχήμα]] (α. «[[πλευρά]] τριγώνου» β. «[[πλευρά]] γωνίας»)<br /><b>5.</b> [[κάθε]] επίπεδη [[επιφάνεια]] στερεού σχήματος, [[έδρα]] («πλευρές του κύβου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ὁψη, [[άποψη]] ενός θέματος («το [[πρόβλημα]] εξετάστηκε προσεκτικά από [[κάθε]] [[πλευρά]]»)<br /><b>2.</b> <b>(γεωδ.)</b> η [[ευθεία]] που ενώνει δύο τριγωνομετρικά [[σημεία]] του δικτύου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «γνήσιες πλευρές»<br /><b>ανατ.</b> οι πλευρές, τα οστά που συνάπτονται με το [[στέρνο]]<br />β) «νόθες πλευρές»<br /><b>ανατ.</b> οι πλευρές που συνάπτονται έμμεσα η καθεμιά με την [[αμέσως]] υπερκείμενη<br />γ) «αυχενικές πλευρές» <b>ιατρ.</b> [[ανωμαλία]] στη [[διάπλαση]] τών οστών τών πλευρών, [[κατά]] την οποία μια [[πλευρά]] εκτείνεται [[πλάγια]] από τον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο [[προς]] το [[επάνω]] [[μέρος]] του στέρνου<br />δ) «από τη δική μου [[πλευρά]]» — από εμένα, εκ μέρους μου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αρχική [[αναφορά]] στην Εύα)<br />η [[σύζυγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> α) ο [[ένας]] από τους παράγοντες γινομένου<br />β) τετραγωνική ή κυβική [[ρίζα]] αριθμού<br /><b>2.</b> [[σελίδα]] βιβλίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], οι λ. [[πλευρά]] / [[πλευρόν]] (<span style="color: red;"><</span> πλε-Fαρ) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] pelᾱ- / pel- «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλάμη]], [[πέλαγος]], [[πλαξ]] <b>κ.λπ.</b>) με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένο το δεύτερο, και εμφανίζουν [[επίθημα]] -Fαρ- / -wer, όπως και οι λ. [[νευρά]] / [[νεῦρον]] (<span style="color: red;"><</span> sne-wer-). Από τη λ. [[πλευρά]] παράγεται το [[τοπωνύμιο]] Πλευρών με το εθνικό Πλευρώνιος, τα οποία μαρτυρούνται και στη Μυκηναϊκή στους τ. pereuronade = Πλευρώναδε και pereuronijo = Πλευρώνιος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλευρικός]], πλευρίς, [[πλευρίτης]], [[πλευρίτις]](-ίτιδα), [[πλεύρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλευριαίος]], [[πλευρίον]], [[πλευρισμός]], [[πλευρόθεν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλευρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[πλευροκοπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλευροειδώς]], [[πλευροπριστήρ]], [[πλευροτυπής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλευρογέννητος]], πλευρόμητρος [[πλευροπάτωρ]], [[πλευρότρωτος]], [[πλευροφυής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλευρεκτομή]], [[πλευροβράγχιο]], [[πλευροδυνία]], [[πλευρόκοκκος]], [[πλευρολυσία]], [[πλευρομίτωση]], [[πλευρόνηκτος]], [[πλευρόνημα]], [[πλευροπνευμονία]], [[πλευρόπονος]], [[πλευρόσιγμα]]. (Β' συνθετικό) [[αμφίπλευρος]], [[ανισόπλευρος]], [[άπλευρος]], [[δεκάπλευρος]], [[δίπλευρος]], [[εξάπλευρος]], [[επτάπλευρος]], [[ετερόπλευρος]], [[ισόπλευρος]], [[μονόπλευρος]], [[οκτάπλευρος]], [[πεντάπλευρος]], [[πολύπλευρος]], [[τετράπλευρος]], [[τρίπλευρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίπλευρος]], αρτιόπλευρος, ατερόπλευρος, [[βαθύπλευρος]], [[βούπλευρος]], [[διπλασιόπλευρος]], έκπλευρος, [[έμπλευρος]], [[ερίπλευρος]], [[εύπλευρος]], [[ημίπλευρος]], [[ισοπληθόπλευρος]], [[λευκόπλευρος]], [[μεγαλόπλευρος]], [[περίπλευρος]], [[στρογγυλόπλευρος]], [[σύμπλευρος]], [[τανύπλευρος]], [[χαλκόπλευρος]], [[χρυσόπλευρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάπλευρος]], [[ολόπλευρος]], [[παράπλευρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |