Anonymous

ἐπιπόλαιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιπόλαιος]], -ον<br />θηλ. και ἐπιπολαία)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αβέβαιος]], [[ασαφής]], [[επιφανειακός]], μη [[εμβριθής]], [[ελαφρόμυαλος]], [[απερίσκεπτος]] (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας [[τυχών]]», Ισοκρ.<br />β. «επιπόλαιες αγάπες»)<br /><b>2.</b> ο [[επιφανειακός]], αυτός που δεν προχωρεί [[βαθιά]] («επιπόλαιο [[τραύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> [[φανερός]], [[πρόδηλος]], [[καταφανής]] («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για υπνο) [[ήσυχος]], [[ελαφρός]] («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾱν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιπόλαιον</i><br />το [[επίπλοον]]<br /><b>6.</b> «επιπόλαια χρήματα» <b>επιγρ.</b><br />η κινητή [[περιουσία]], τα έπιπλα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπολαίως</i> και -<i>α</i><br />επιφανειακά, όχι σε [[βάθος]], [[ελαφρά]], με [[επιπολαιότητα]], [[χωρίς]] σαφή [[επίγνωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επιπολής</i> (<b>βλ. λ.</b> [[επιπολή]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιπόλαιος]], -ον<br />θηλ. και ἐπιπολαία)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αβέβαιος]], [[ασαφής]], [[επιφανειακός]], μη [[εμβριθής]], [[ελαφρόμυαλος]], [[απερίσκεπτος]] (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας [[τυχών]]», Ισοκρ.<br />β. «επιπόλαιες αγάπες»)<br /><b>2.</b> ο [[επιφανειακός]], αυτός που δεν προχωρεί [[βαθιά]] («επιπόλαιο [[τραύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> [[φανερός]], [[πρόδηλος]], [[καταφανής]] («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για υπνο) [[ήσυχος]], [[ελαφρός]] («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιπόλαιον</i><br />το [[επίπλοον]]<br /><b>6.</b> «επιπόλαια χρήματα» <b>επιγρ.</b><br />η κινητή [[περιουσία]], τα έπιπλα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπολαίως</i> και -<i>α</i><br />επιφανειακά, όχι σε [[βάθος]], [[ελαφρά]], με [[επιπολαιότητα]], [[χωρίς]] σαφή [[επίγνωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επιπολής</i> (<b>βλ. λ.</b> [[επιπολή]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm