Anonymous

καλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν"
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[χρηστός]], [[έντιμος]], [[άκακος]] (α. «[[καλός]] [[άνθρωπος]]» β. «καλή [[ψυχή]]»)<br />β) [[ικανός]], [[ευσυνείδητος]], [[επιμελής]], [[επιτήδειος]], που έχει ανεπτυγμένες τις ιδιότητες και ικανότητες τις οποίες απαιτεί η [[φύση]] ή η [[θέση]] του (α. «[[καλός]] [[υπάλληλος]]», β. «[[καλός]] [[μαθητής]]» γ. «καλή [[νοικοκυρά]]»)<br /><b>2.</b> (για αφηρ. ένν., πράξεις, αισθήματα και ιδιότητες) αυτός που επιδοκιμάζεται, ηθικά [[ωραίος]], [[συνετός]], [[έντιμος]], [[σωστός]] («[[καλός]] [[λόγος]]»<br />«καλή [[σκέψη]]»)<br /><b>3.</b> (για πράγματα, φαινόμενα, καταστάσεις και ενέργειες) [[ευμενής]], [[ωφέλιμος]], [[ευνοϊκός]], [[πρόσφορος]] (α. «οι ειδήσεις [[απόψε]] δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[πράγμα]] που γίνεται αντιληπτό με την όραση) αυτός που βλέπεται ευχάριστα, όμορφος, αισθητικά [[ωραίος]] (α. «[[καλός]] [[πίνακας]]» β. «πᾱν [[κτίσμα]] Θεοῦ καλόν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ωραίος]] στην όψη, στη [[μορφή]], στην [[εμφάνιση]], [[καλοκαμωμένος]] (α. «[[είναι]] καλή στο [[πρόσωπο]]» β. «[[αὐθέντρια]] καλή», Διγ. Ακρ.<br />γ. «γυνὴ προσελθοῦσα καλὴ καὶ [[εὐειδής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κατάλληλος]], [[ικανοποιητικός]], [[ενδεδειγμένος]] («καλή γη»)<br /><b>7.</b> (το αρσ. και το θηλ. εν. με γεν. της κτητ. αντων. ή ως επιφ.) ο [[καλός]] μου</i>, <i>η καλή μου</i> (<i>σου</i>, <i>του</i>, <i>της</i>) και [[καλέ]] μου</i>, <i>καλή μου</i><br />ο ή η [[σύζυγος]], ο [[αρραβωνιαστικός]] ή η αρραβωνιαστικιά, ο [[αγαπημένος]] ή η αγαπημένη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αποχαιρετιστήρια [[ευχή]]) [[αίσιος]], [[ευτυχής]], [[ευχάριστος]] (α. «καλό [[ταξίδι]]» β. «καλή [[χρονιά]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καλή</i> (ενν. <i>όψη</i> ή [[πλευρά]] ή [[μεριά]])<br />η πρόσθια όψη υφάσματος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το καλό</i><br />α) [[ωφέλεια]], [[συμφέρον]] («δεν ξέρεις ποιό [[είναι]] το καλό σου»)<br />β) [[ευτυχία]]<br />γ) [[καλός]] [[τρόπος]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], καλή [[συμπεριφορά]] («του μίλησα με το καλό»)<br />δ) <b>(αισθ.)</b> το αισθητικά [[ωραίο]]<br />ε) <b>(ηθ.)</b> [[έννοια]] που εκφράζει σε γενικότατη [[μορφή]] ό,τι [[είναι]] ηθικό και χρηστό, ό,τι ανταποκρίνεται στα αιτήματα της ηθικότητας, ο [[αντίποδας]] του κακού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καλά</i><br />τα προσήκοντα, τα πρέποντα<br /><b>5.</b> [[μεγάλος]], [[ισχυρός]] (α. «έφαγε μια καλή [[μερίδα]]» β. «του 'δωσα ένα καλό [[χαστούκι]]»)<br /><b>6.</b> (η κλητ. εν. του αρσ.) [[καλέ]]<br />α) (ως επιφών. ή ως [[παραπλήρωμα]] στίχου)<br />i) κλητικό (Α. «[[καλέ]] συ» β. «[[καλέ]] [[πατέρα]]»)<br />ii) για [[δήλωση]] εκπλήξεως, θαυμασμού ή απορίας (α. «[[καλέ]], πώς μεγάλωσες!» β. «[[καλέ]], τί [[ακούω]]!»)<br />iii) για [[δήλωση]] ειρωνείας (α. «[[καλέ]], τί μάς λες!» β. «[[καλέ]] άντες!»)<br />β) ως παρακελευσματικό [[μόριο]] («[[καλέ]], κάνε [[γρήγορα]] ό,τι σού λέω!»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καλή [[λευτεριά]]» — [[ευχή]] σε εγκύους για φυσιολογικό τοκετό ή σε υποδούλους για [[απελευθέρωση]]<br />β) «καλά στέφανα» — [[ευχή]] για μνηστευμένους μελλόνυμφους<br />γ) (ειρωνικά) «ώρα του καλή» — για [[δήλωση]] αδιαφορίας του ομιλητή για κάποιον ή [[κάτι]] που φεύγει<br />δ) «καλή ώρα» και «[[καληώρα]]»<br />i) ως εισαγωγικό σε [[παρομοίωση]] ή [[σύγκριση]] ή αναδρομἡ (α. «[[είναι]] ανάποδο [[παιδί]], [[καληώρα]] σαν τον γιο σου» β. «ήταν [[καλοκαίρι]] σαν [[καληώρα]]»)<br />ii) σε ευτυχισμένη ώρα («να πάρεις... άνδρα σου... εκείνον το χρυσό αϊτό που βρέθηκε καλή ώρα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />ε) «[[είμαι]] στα καλά μου» ή «[[είμαι]] στις καλές μου» — [[είμαι]] σε καλή ψυχική [[διάθεση]], [[είμαι]] [[ευδιάθετος]]<br />στ) «καλό και τούτο» — για δυσάρεστο [[συμβάν]] ή [[πάθημα]]<br />ζ) «μια και καλή» — μια για [[πάντα]]<br />η) «από την καλή»<br />i) (ειρων. και κατ' ευφημ.) [[κατά]] [[βάθος]], και από την κακή [[πλευρά]] («τον [[ξέρω]] αυτόν από την καλή»)<br />ii) απερίφραστα, έξω από τα δόντια («του τά 'ψαλα από την καλή» — του μίλησα ανοιχτά, [[χωρίς]] ενδοιασμούς)<br />θ) «το καλό που σού [[θέλω]]» — άκουσε τη [[συμβουλή]] μου [[γιατί]] [[είναι]] για το [[συμφέρον]] σου<br />ι) «[[βγαίνω]] σε καλό» — έχω καλή [[εξέλιξη]]<br />ια) «[[λέγω]] καλό» και «[[λέγω]] καλά» — εκφράζομαι επαινετικά<br />ιβ) «για (το) καλό (μου, σου <b>κ.λπ.</b>)» — για όφελός μου, σου κ.λπ.<br />ιγ) «σε καλό σου» — για [[δήλωση]] αποδοκιμασίας, απορίας ή και αγανακτήσεως<br />ιδ) «στο καλό» — ως [[ευχή]] σε κάποιον που φεύγει<br />ιε) (κατ' ευφ.) «άι στο καλό» και «πήγαινε στο καλό, χριστιανέ μου» — στην [[οργή]], στ' [[ανάθεμα]]<br />ιστ) «για καλό και για [[κακό]]» και «καλού-κακού» — για [[κάθε]] ενδεχόμενο<br />ιζ) «τον [[πήρα]] από καλό» — τον είδα με καλό [[μάτι]], τον συμπάθησα<br />ιη) «έβαλε τα καλά του» — φόρεσε τα [[επίσημα]], τα γιορτινά του<br />ιθ) «δεν [[είναι]] στα καλά του» — δεν [[είναι]] σε καλή διανοητική [[κατάσταση]]<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[καλός]] καλό δεν έχει» — οι χρηστοί και έντιμοι άνθρωποι [[συνήθως]] δεν προκόβουν<br />β) «[[κάμε]] το καλό και ρίξ' το στο γιαλό» — η αγαθή [[πράξη]] έχει [[αξία]] αυτή καθ' εαυτήν και δεν [[πρέπει]] να γίνεται με [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αξιόπιστος]] («καλή [[μαρτυρία]]»)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]] («τα καλά μαντάτα»)<br /><b>3.</b> (για [[καταγωγή]]) [[ευγενής]] («από καλό [[αίμα]]», Φορτουν.)<br /><b>4.</b> (για τρόπο συμπεριφοράς) [[ευγενής]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καλά</i><br />α) τα υλικά [[αγαθά]], τα [[υπάρχοντα]], η [[περιουσία]], τα πλούτη<br />β) προσωπικά προτερήματα, πλεονεκτήματα, αγαθές ιδιότητες («[[κάθε]] [[άνθρωπος]] έχει τα καλά του και τα [[κακά]] του»)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το καλό</i>(<i>ν</i>)<br />α) καλή [[πράξη]], [[αγαθοεργία]]<br />β) [[καλοσύνη]], [[αγαθό]]<br />γ) [[ευεργεσία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καλή [[καρδιά]]» — [[καλοσύνη]], [[προθυμία]]<br />β) «με το καλό(ν)» — με [[ασφάλεια]], [[χωρίς]] [[πάθημα]] («να έρθεις [[πάλι]] με το καλό»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άψογος]]<br /><b>2.</b> (για νόμο ή [[δίκαιο]]) [[δίκαιος]], [[αμερόληπτος]]<br /><b>3.</b> (για [[αγάπη]]) [[σταθερός]]<br /><b>4.</b> [[αγαπητός]], [[προσφιλής]]<br /><b>5.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>6.</b> [[αξιόλογος]], [[υπολογίσιμος]]<br /><b>7.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>8.</b> [[επίλεκτος]], [[εκλεκτός]], [[γενναίος]]<br /><b>9.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]]<br /><b>10.</b> [[αντάξιος]]<br /><b>11.</b> (για [[κάστρο]]) [[ισχυρός]], [[ανθεκτικός]]<br /><b>12.</b> [[σίγουρος]], [[ασφαλής]] («τὰς βίγλας τὰς καλάς», Διγ. Ακρ.)<br /><b>13.</b> [[καθαρός]], [[γνήσιος]], [[αμιγής]] («τὸ καλὸν χρυσάφιν», Σαχλίκ.)<br /><b>14.</b> (ως επιτ.) αυτός που έχει μια [[ιδιότητα]] σε μεγάλο βαθμό («εἶχε ὅλους τοὺς καλύτερους ἀνδρειωμένους», Χρον. σουλτ.)<br /><b>15.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>καλά</i><br />(με αριθμτ.)<br />ακριβώς, [[πάνω]] από («ὄμοσεν ὅρκους καλὰ χίλιους», Λίβ. και Ρόδ.)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) (ευχετικά) «νά 'χει (τήν) καλή του ώρα» — ας [[είναι]] [[ευτυχισμένος]]<br />β) «καλὸν πωρνόν» — πολύ [[πρωί]]<br />γ) «[[ἀκούω]] καλόν» — [[ακούω]] ευνοϊκή [[κρίση]]<br />δ) «εἰς τὸ καλόν (μου)» — για όφελός (μου)<br />ε) «μὲ τὸ καλόν» — με ειρηνικό τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόν</i><br />[[ωραιότητα]], [[ομορφιά]], σωματικό [[κάλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το καὶ [[ἀγαθός]] ή <i>κἀγαθός</i>) [[καλός]] κἀγαθός</i> και [[καλοκἄγαθος]]<br />αυτός που συνδυάζει σωματικό [[κάλλος]] και [[ηθική]] [[τελειότητα]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[ευγενής]], [[ευπατρίδης]], [[επιφανής]] [[άνδρας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόν</i><br />το ηθικό [[κάλλος]], το ηθικώς [[αγαθό]], η [[αρετή]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καλά</i><br />οι τέρψεις, τα θέλγητρα, οι απολαύσεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «καλὸς εἴς τι» και «καλὸς [[πρός]] τι» — [[κατάλληλος]], [[επιτήδειος]] σε [[κάτι]]<br />β) «ἐν καλῷ (ενν. <i>τόπῳ</i>)» — σε κατάλληλη [[θέση]]<br />γ) «ἐν καλῷ (ενν. <i>χρόνῳ</i>)» — σε κατάλληλη ώρα, [[στιγμή]], [[περίσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλά</i> και [[καλώς]] (AM [[καλῶς]] και καλόν, Μ και καλά)<br /><b>1.</b> με καλό τρόπο, [[ορθά]], σωστά, δίκαια, ευνοϊκά<br /><b>2.</b> [[τελείως]], εντελώς<br /><b>3.</b> φιλικά, ευνοϊκά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «έχει [[καλώς]]» και «[[καλώς]]» — [[μάλιστα]], σύμφωνοι, [[δέχομαι]]<br /><b>5.</b> «[[καλώς]] έχω» — βρίσκομαι σε καλή [[κατάσταση]], [[υγιαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά, ικανοποιητικά<br />(«[[δόξα]] τῳ Θεῴ, [[ακούω]] [[ακόμη]] καλά»)<br /><b>2.</b> ευσυνείδητα<br /><b>3.</b> επαρκώς, αποτελεσματικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλώς]] ορίσατε», «[[καλώς]] ήλθατε», «[[καλώς]] σάς βρήκαμε», «[[καλώς]] τά δέχτηκες», «[[καλώς]] τά χαίρεστε» — για χαιρετισμό, [[φιλοφροσύνη]], κ.λπ.<br />β) «[[καλώς]] τον ([[τάδε]]) ή την ([[τάδε]])» και «[[καλώς]] -τον, -την, -σε, -σας» — σέ, σάς (ξανα-) [[βλέπω]] με [[χαρά]]<br />γ) «καλά-καλά» — για να επιτείνει ή να μετριάσει την [[έννοια]] της λέξεως με την οποία συνάπτεται (α. «μέ κοίταζε καλά-καλά» — με κοίταζε [[επισταμένως]]<br />β. «δεν ξημέρωσε καλά-καλά» — [[μόλις]] είχε αρχίσει να ξημερώνει)<br />δ) «[[γίνομαι]] καλά» — αποκαθίσταται η [[υγεία]] μου, θεραπεύομαι<br />ε) «[[είμαι]] καλά» — [[υγιαίνω]]<br />στ) «[[πηγαίνω]] καλά» — [[προοδεύω]], [[προκόβω]]<br />ζ) «καλά που» ή «καλά και» — ευτυχώς που («καλά που το θυμήθηκες»)<br />η) «καλά να (τά) πάθεις» — επάξια πάσχεις, σού αξίζει αυτό που έπαθες<br />θ) «καλά τον έχω» και «καλά τον [[κρατώ]]» — δεν μού ξεφεύγει<br />ι) «καλά τον έκαμες» και «καλά τον διόρθωσες» — του φέρθηκες όπως του άρμοζε<br />ια) «τά 'χω καλά [[μαζί]] του» — [[είμαι]] [[φίλος]] του, έχω καλές σχέσεις [[μαζί]] του<br />ιβ) «τον [[κάνω]] καλά» — του επιβάλλομαι, [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]] γι' αυτόν, [[είναι]] του χεριού μου<br />ιγ) «[[πάει]] καλά» ή [[απλώς]] «καλά»<br />i) είμαστε σύμφωνοι, [[δέχομαι]], εντάξει<br />ii) (για ασθενή ή για δουλειά) βελτιώνεται η [[κατάσταση]]<br />ιδ) «στα καλά» και [[απλώς]] «καλά» — υπερβολικά, πολύ («τον πήρε στα καλά τον ύπνο» — παρακοιμήθηκε)<br />ιε) «για καλά» — επικίνδυνα («αρρώστησε για καλά»)<br />ιστ) «καλά [[κάνω]] εγώ» ή «εγώ [[κάνω]] καλά» — [[αναλαμβάνω]] εγώ την [[ευθύνη]]<br />ιζ) «καλά-καλά» — [[οπωσδήποτε]], [[ούτως]] ή [[άλλως]]<br />ιη) «βαστιέμαι καλά» — βρίσκομαι σε ανθηρή οικονομική ή σωματική [[κατάσταση]]<br />ιθ) «[[βαστώ]] καλά» — [[αμύνομαι]], [[αντέχω]]<br />κ) «σώνει και καλά»<br />i) επίμονα, με [[πείσμα]]<br />ii) απαραιτήτως, κατ' ανάγκην<br />κα) «στα καλά καθούμενα» — [[χωρίς]] [[αιτία]] και [[αφορμή]], αδικαιολόγητα, [[ξαφνικά]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «ή χορέψτε καλά ή αφήστε το χορό» — [[κάθε]] [[εργασία]] ή [[πρέπει]] να γίνεται στην [[εντέλεια]] ή να μη γίνεται [[καθόλου]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> επιμελώς, άρτια («ήταν καλά δασκαλεμένος»)<br /><b>2.</b> διεξοδικά, [[λεπτομερώς]]<br /><b>3.</b> αρμονικά<br /><b>4.</b> δίκαια, [[νόμιμα]]<br /><b>5.</b> σε καλή [[κατάσταση]], [[χωρίς]] [[βλάβη]]<br /><b>6.</b> [[σαφώς]], ευκρινώς, ξεκάθαρα<br /><b>7.</b> προσεκτικά<br /><b>8.</b> [[δυνατά]], [[στερεά]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «άμε [[καλώς]]» — πήγαινε στο καλό<br />β) «καλά και (να)» — αν και, [[μολονότι]] («καλά και [[ταραχή]] πολλή... μόδωκε το [[σφάλμα]] σου», Ερωφ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αίσια, σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> αποδοτικά, με [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> με [[επάρκεια]]<br /><b>4.</b> καλοπροαίρετα, συνετά<br /><b>5.</b> υπομονετικά<br /><b>6.</b> σε μεγάλο βαθμό, πολύ<br /><b>7.</b> [[επιδέξια]]<br /><b>8.</b> ευχάριστα, με [[ευημερία]]<br /><b>9.</b> με [[ασφάλεια]]<br /><b>10.</b> ανεμπόδιστα, [[χωρίς]] περιπλοκές<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «καλὰ καὶ ἄν» — [[ακόμα]] και αν<br />β) «οὐδὲ καλά» — [[μόλις]]<br />γ) «ὕπα(γε) [[καλῶς]]» — στο καλό<br />δ) «[[χίλια]] [[καλῶς]] <span style="color: red;">+</span> ορστ. ενεστ. του [[ὑπάγω]]» — στο καλό<br />ε) «([[χίλια]]) [[καλῶς]] (που) <span style="color: red;">+</span> αορ. ρ. που δηλώνει [[κίνηση]]» — με το καλό <span style="color: red;">+</span> το ανάλογο ρ. («[[χίλια]] [[καλώς]] εὑρήκαμεν ἐδῶώ τὴν ἀφεντιά σου»)<br /><b>12.</b> (ο τ. <i>καλόν</i> ως επίρρ.) καλύτερα («καλὸν μὴ ἐγεννήθης» Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειρωνικά) [[λαμπρά]], θαυμάσια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλῶς]] ἔχω» — [[είμαι]], βρίσκομαι σε καλή [[κατάσταση]]<br />β) (ως επίρρ. [[έκφραση]]) «[[καλῶς]] ποιῶν» — δικαίως, επαξίως, [[ορθώς]]<br />γ) «[[καλῶς]] ποιῶ τινι» — φέρομαι φιλικά σε κάποιον, [[περιποιούμαι]] κάποιον<br />δ) «[[καλῶς]] ποιῶ» — [[κάνω]] αγαθές πράξεις<br />ε) «[[καλῶς]] [[πράττω]]» — [[ευτυχώ]]<br />στ) «ὁ [[καλῶς]] [[εὐδαίμων]]» — ο εντελώς [[ευτυχής]], [[κατά]] [[πάντα]] [[ευτυχής]]<br />ζ) «[[καλῶς]] ὁ [[ἱερεύς]]» — [[άξιος]] ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[καλός]] προέρχεται από <i>καλFός</i> και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kaly</i>-<i>ā</i><i>na</i> «με ωραίους βραχίονες». Ορισμένα παράγωγα του επιθέτου ([[πρβλ]]. [[κάλλος]]), οι συνήθεις τύποι τών παραθετικών του ([[πρβλ]]. [[καλλίων]], [[κάλλιστος]]), [[καθώς]] και η [[μορφή]] με την οποία απαντά πολύ [[συχνά]] ο τ. ως α' συνθετικό στην Αρχαία Ελληνική <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- εμφανίζουν διπλασιασμό του -<i>λ</i>- (-<i>λλ</i>-), ο [[οποίος]] [[είναι]] [[δυσερμήνευτος]]. Στη Νέα Ελληνική όμως το [[επίθετο]] ως α' συνθετικό απαντά [[κυρίως]] με τη [[μορφή]] <i>καλο</i>-. Το επίθ. [[καλός]] σχηματίζει ανώμαλα παραθετικά στην Αρχαία Ελληνική: συγκριτ. βαθμό [[καλλίων]] (σπανιότερα <i>καλλιώτερος</i> και <i>καλλώτερος</i>) και υπερθ. βαθμό [[κάλλιστος]] που χρησιμοποιείται και [[σήμερα]] στη Νέα Ελληνική, εμφανίζει συγκριτ. βαθμό [[καλύτερος]] (παλιότερη γρφ. [[καλλίτερος]]). Ήδη από τον Όμηρο και σε όλη τη [[διάρκεια]] της Αρχαίας Ελληνικής, το επίθ. [[καλός]] χρησιμοποιείται με τη γενική σημ. «[[ωραίος]], όμορφος, [[ευειδής]]» και μόνο το ουδ. <i>τὸ καλόν</i> μαρτυρείται και με [[ηθική]] [[έννοια]] «ψυχική [[ομορφιά]], [[αρετή]]». Στη φρ. [[καλός]], <i>κἀγαθός</i>, η οποία αποτελούσε κοινωνική [[αξία]] και παιδαγωγικό ιδεώδες, το [[επίθετο]] [[καλός]] αναφερόταν στη σωστή [[ανάπτυξη]] του σώματος, στο σωματικό [[κάλλος]], ενώ το [[επίθετο]] [[ἀγαθός]] στην ψυχική, [[ηθική]] [[ομορφιά]]. Στην Αρχαία Ελληνική η λ. [[καλός]] χρησιμοποιούνταν [[επίσης]] για να δηλώσει γενικά τον χρήσιμο, αυτόν που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]] και κατ' επέκτ., τον ικανό, επιτήδειο, κατάλληλο. Ειδικότερα δήλωνε [[επίσης]] αυτόν που έχει ευγενή [[καταγωγή]], τον ευπατρίδη. Ως [[προς]] αυτές τις σημ., το [[καλός]] απαντά ως συνώνυμο του [[ἀγαθός]] και εν μέρει ως αντίθετο του [[κακός]]. Η λ. με την [[ηθική]] [[έννοια]] «[[ενάρετος]], [[χρηστός]]» μαρτυρείται από την Καινή Διαθήκη και [[εξής]] όχι μόνο στο ουδ., όπως στην Αρχαία, [[αλλά]] και στα [[τρία]] γένη. Έτσι στη Νέα Ελληνική, η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν με την [[έννοια]] «[[καλόψυχος]], [[τίμιος]]», ενώ έχει και πιο εξειδικευμένες χρήσεις, π.χ. «[[ωραίος]], [[ευχάριστος]]» ([[πρβλ]]. >καλό [[ταξίδι]], [[καλός]] [[καιρός]]), «[[ευγενικός]]» ([[πρβλ]]. καλή [[συμπεριφορά]]), «[[ευσυνείδητος]], [[φιλότιμος]]» ([[πρβλ]]. [[καλός]] [[υπάλληλος]], [[καλός]] [[μαθητής]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλλονή]], [[κάλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλοσύνη]], [[καλότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καλότητα]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[καλοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>καλλι</i>- και <i>καλο</i>-). (Β' συνθετικό) [[απειρόκαλος]], [[πάγκαλος]], [[φιλόκαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εθελόκαλος</i>, [[μισόκαλος]], [[υπέρκαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφιλόκαλος]], [[λιόκαλος]], [[περίκαλος]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[χρηστός]], [[έντιμος]], [[άκακος]] (α. «[[καλός]] [[άνθρωπος]]» β. «καλή [[ψυχή]]»)<br />β) [[ικανός]], [[ευσυνείδητος]], [[επιμελής]], [[επιτήδειος]], που έχει ανεπτυγμένες τις ιδιότητες και ικανότητες τις οποίες απαιτεί η [[φύση]] ή η [[θέση]] του (α. «[[καλός]] [[υπάλληλος]]», β. «[[καλός]] [[μαθητής]]» γ. «καλή [[νοικοκυρά]]»)<br /><b>2.</b> (για αφηρ. ένν., πράξεις, αισθήματα και ιδιότητες) αυτός που επιδοκιμάζεται, ηθικά [[ωραίος]], [[συνετός]], [[έντιμος]], [[σωστός]] («[[καλός]] [[λόγος]]»<br />«καλή [[σκέψη]]»)<br /><b>3.</b> (για πράγματα, φαινόμενα, καταστάσεις και ενέργειες) [[ευμενής]], [[ωφέλιμος]], [[ευνοϊκός]], [[πρόσφορος]] (α. «οι ειδήσεις [[απόψε]] δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[πράγμα]] που γίνεται αντιληπτό με την όραση) αυτός που βλέπεται ευχάριστα, όμορφος, αισθητικά [[ωραίος]] (α. «[[καλός]] [[πίνακας]]» β. «πᾶν [[κτίσμα]] Θεοῦ καλόν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ωραίος]] στην όψη, στη [[μορφή]], στην [[εμφάνιση]], [[καλοκαμωμένος]] (α. «[[είναι]] καλή στο [[πρόσωπο]]» β. «[[αὐθέντρια]] καλή», Διγ. Ακρ.<br />γ. «γυνὴ προσελθοῦσα καλὴ καὶ [[εὐειδής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κατάλληλος]], [[ικανοποιητικός]], [[ενδεδειγμένος]] («καλή γη»)<br /><b>7.</b> (το αρσ. και το θηλ. εν. με γεν. της κτητ. αντων. ή ως επιφ.) ο [[καλός]] μου</i>, <i>η καλή μου</i> (<i>σου</i>, <i>του</i>, <i>της</i>) και [[καλέ]] μου</i>, <i>καλή μου</i><br />ο ή η [[σύζυγος]], ο [[αρραβωνιαστικός]] ή η αρραβωνιαστικιά, ο [[αγαπημένος]] ή η αγαπημένη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αποχαιρετιστήρια [[ευχή]]) [[αίσιος]], [[ευτυχής]], [[ευχάριστος]] (α. «καλό [[ταξίδι]]» β. «καλή [[χρονιά]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καλή</i> (ενν. <i>όψη</i> ή [[πλευρά]] ή [[μεριά]])<br />η πρόσθια όψη υφάσματος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το καλό</i><br />α) [[ωφέλεια]], [[συμφέρον]] («δεν ξέρεις ποιό [[είναι]] το καλό σου»)<br />β) [[ευτυχία]]<br />γ) [[καλός]] [[τρόπος]], [[ευμενής]] [[διάθεση]], καλή [[συμπεριφορά]] («του μίλησα με το καλό»)<br />δ) <b>(αισθ.)</b> το αισθητικά [[ωραίο]]<br />ε) <b>(ηθ.)</b> [[έννοια]] που εκφράζει σε γενικότατη [[μορφή]] ό,τι [[είναι]] ηθικό και χρηστό, ό,τι ανταποκρίνεται στα αιτήματα της ηθικότητας, ο [[αντίποδας]] του κακού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καλά</i><br />τα προσήκοντα, τα πρέποντα<br /><b>5.</b> [[μεγάλος]], [[ισχυρός]] (α. «έφαγε μια καλή [[μερίδα]]» β. «του 'δωσα ένα καλό [[χαστούκι]]»)<br /><b>6.</b> (η κλητ. εν. του αρσ.) [[καλέ]]<br />α) (ως επιφών. ή ως [[παραπλήρωμα]] στίχου)<br />i) κλητικό (Α. «[[καλέ]] συ» β. «[[καλέ]] [[πατέρα]]»)<br />ii) για [[δήλωση]] εκπλήξεως, θαυμασμού ή απορίας (α. «[[καλέ]], πώς μεγάλωσες!» β. «[[καλέ]], τί [[ακούω]]!»)<br />iii) για [[δήλωση]] ειρωνείας (α. «[[καλέ]], τί μάς λες!» β. «[[καλέ]] άντες!»)<br />β) ως παρακελευσματικό [[μόριο]] («[[καλέ]], κάνε [[γρήγορα]] ό,τι σού λέω!»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καλή [[λευτεριά]]» — [[ευχή]] σε εγκύους για φυσιολογικό τοκετό ή σε υποδούλους για [[απελευθέρωση]]<br />β) «καλά στέφανα» — [[ευχή]] για μνηστευμένους μελλόνυμφους<br />γ) (ειρωνικά) «ώρα του καλή» — για [[δήλωση]] αδιαφορίας του ομιλητή για κάποιον ή [[κάτι]] που φεύγει<br />δ) «καλή ώρα» και «[[καληώρα]]»<br />i) ως εισαγωγικό σε [[παρομοίωση]] ή [[σύγκριση]] ή αναδρομἡ (α. «[[είναι]] ανάποδο [[παιδί]], [[καληώρα]] σαν τον γιο σου» β. «ήταν [[καλοκαίρι]] σαν [[καληώρα]]»)<br />ii) σε ευτυχισμένη ώρα («να πάρεις... άνδρα σου... εκείνον το χρυσό αϊτό που βρέθηκε καλή ώρα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />ε) «[[είμαι]] στα καλά μου» ή «[[είμαι]] στις καλές μου» — [[είμαι]] σε καλή ψυχική [[διάθεση]], [[είμαι]] [[ευδιάθετος]]<br />στ) «καλό και τούτο» — για δυσάρεστο [[συμβάν]] ή [[πάθημα]]<br />ζ) «μια και καλή» — μια για [[πάντα]]<br />η) «από την καλή»<br />i) (ειρων. και κατ' ευφημ.) [[κατά]] [[βάθος]], και από την κακή [[πλευρά]] («τον [[ξέρω]] αυτόν από την καλή»)<br />ii) απερίφραστα, έξω από τα δόντια («του τά 'ψαλα από την καλή» — του μίλησα ανοιχτά, [[χωρίς]] ενδοιασμούς)<br />θ) «το καλό που σού [[θέλω]]» — άκουσε τη [[συμβουλή]] μου [[γιατί]] [[είναι]] για το [[συμφέρον]] σου<br />ι) «[[βγαίνω]] σε καλό» — έχω καλή [[εξέλιξη]]<br />ια) «[[λέγω]] καλό» και «[[λέγω]] καλά» — εκφράζομαι επαινετικά<br />ιβ) «για (το) καλό (μου, σου <b>κ.λπ.</b>)» — για όφελός μου, σου κ.λπ.<br />ιγ) «σε καλό σου» — για [[δήλωση]] αποδοκιμασίας, απορίας ή και αγανακτήσεως<br />ιδ) «στο καλό» — ως [[ευχή]] σε κάποιον που φεύγει<br />ιε) (κατ' ευφ.) «άι στο καλό» και «πήγαινε στο καλό, χριστιανέ μου» — στην [[οργή]], στ' [[ανάθεμα]]<br />ιστ) «για καλό και για [[κακό]]» και «καλού-κακού» — για [[κάθε]] ενδεχόμενο<br />ιζ) «τον [[πήρα]] από καλό» — τον είδα με καλό [[μάτι]], τον συμπάθησα<br />ιη) «έβαλε τα καλά του» — φόρεσε τα [[επίσημα]], τα γιορτινά του<br />ιθ) «δεν [[είναι]] στα καλά του» — δεν [[είναι]] σε καλή διανοητική [[κατάσταση]]<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ο [[καλός]] καλό δεν έχει» — οι χρηστοί και έντιμοι άνθρωποι [[συνήθως]] δεν προκόβουν<br />β) «[[κάμε]] το καλό και ρίξ' το στο γιαλό» — η αγαθή [[πράξη]] έχει [[αξία]] αυτή καθ' εαυτήν και δεν [[πρέπει]] να γίνεται με [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αξιόπιστος]] («καλή [[μαρτυρία]]»)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]] («τα καλά μαντάτα»)<br /><b>3.</b> (για [[καταγωγή]]) [[ευγενής]] («από καλό [[αίμα]]», Φορτουν.)<br /><b>4.</b> (για τρόπο συμπεριφοράς) [[ευγενής]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καλά</i><br />α) τα υλικά [[αγαθά]], τα [[υπάρχοντα]], η [[περιουσία]], τα πλούτη<br />β) προσωπικά προτερήματα, πλεονεκτήματα, αγαθές ιδιότητες («[[κάθε]] [[άνθρωπος]] έχει τα καλά του και τα [[κακά]] του»)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το καλό</i>(<i>ν</i>)<br />α) καλή [[πράξη]], [[αγαθοεργία]]<br />β) [[καλοσύνη]], [[αγαθό]]<br />γ) [[ευεργεσία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «καλή [[καρδιά]]» — [[καλοσύνη]], [[προθυμία]]<br />β) «με το καλό(ν)» — με [[ασφάλεια]], [[χωρίς]] [[πάθημα]] («να έρθεις [[πάλι]] με το καλό»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άψογος]]<br /><b>2.</b> (για νόμο ή [[δίκαιο]]) [[δίκαιος]], [[αμερόληπτος]]<br /><b>3.</b> (για [[αγάπη]]) [[σταθερός]]<br /><b>4.</b> [[αγαπητός]], [[προσφιλής]]<br /><b>5.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>6.</b> [[αξιόλογος]], [[υπολογίσιμος]]<br /><b>7.</b> [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>8.</b> [[επίλεκτος]], [[εκλεκτός]], [[γενναίος]]<br /><b>9.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]]<br /><b>10.</b> [[αντάξιος]]<br /><b>11.</b> (για [[κάστρο]]) [[ισχυρός]], [[ανθεκτικός]]<br /><b>12.</b> [[σίγουρος]], [[ασφαλής]] («τὰς βίγλας τὰς καλάς», Διγ. Ακρ.)<br /><b>13.</b> [[καθαρός]], [[γνήσιος]], [[αμιγής]] («τὸ καλὸν χρυσάφιν», Σαχλίκ.)<br /><b>14.</b> (ως επιτ.) αυτός που έχει μια [[ιδιότητα]] σε μεγάλο βαθμό («εἶχε ὅλους τοὺς καλύτερους ἀνδρειωμένους», Χρον. σουλτ.)<br /><b>15.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>καλά</i><br />(με αριθμτ.)<br />ακριβώς, [[πάνω]] από («ὄμοσεν ὅρκους καλὰ χίλιους», Λίβ. και Ρόδ.)<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) (ευχετικά) «νά 'χει (τήν) καλή του ώρα» — ας [[είναι]] [[ευτυχισμένος]]<br />β) «καλὸν πωρνόν» — πολύ [[πρωί]]<br />γ) «[[ἀκούω]] καλόν» — [[ακούω]] ευνοϊκή [[κρίση]]<br />δ) «εἰς τὸ καλόν (μου)» — για όφελός (μου)<br />ε) «μὲ τὸ καλόν» — με ειρηνικό τρόπο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόν</i><br />[[ωραιότητα]], [[ομορφιά]], σωματικό [[κάλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το καὶ [[ἀγαθός]] ή <i>κἀγαθός</i>) [[καλός]] κἀγαθός</i> και [[καλοκἄγαθος]]<br />αυτός που συνδυάζει σωματικό [[κάλλος]] και [[ηθική]] [[τελειότητα]]<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[ευγενής]], [[ευπατρίδης]], [[επιφανής]] [[άνδρας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόν</i><br />το ηθικό [[κάλλος]], το ηθικώς [[αγαθό]], η [[αρετή]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καλά</i><br />οι τέρψεις, τα θέλγητρα, οι απολαύσεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «καλὸς εἴς τι» και «καλὸς [[πρός]] τι» — [[κατάλληλος]], [[επιτήδειος]] σε [[κάτι]]<br />β) «ἐν καλῷ (ενν. <i>τόπῳ</i>)» — σε κατάλληλη [[θέση]]<br />γ) «ἐν καλῷ (ενν. <i>χρόνῳ</i>)» — σε κατάλληλη ώρα, [[στιγμή]], [[περίσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλά</i> και [[καλώς]] (AM [[καλῶς]] και καλόν, Μ και καλά)<br /><b>1.</b> με καλό τρόπο, [[ορθά]], σωστά, δίκαια, ευνοϊκά<br /><b>2.</b> [[τελείως]], εντελώς<br /><b>3.</b> φιλικά, ευνοϊκά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «έχει [[καλώς]]» και «[[καλώς]]» — [[μάλιστα]], σύμφωνοι, [[δέχομαι]]<br /><b>5.</b> «[[καλώς]] έχω» — βρίσκομαι σε καλή [[κατάσταση]], [[υγιαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αρκετά, ικανοποιητικά<br />(«[[δόξα]] τῳ Θεῴ, [[ακούω]] [[ακόμη]] καλά»)<br /><b>2.</b> ευσυνείδητα<br /><b>3.</b> επαρκώς, αποτελεσματικά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλώς]] ορίσατε», «[[καλώς]] ήλθατε», «[[καλώς]] σάς βρήκαμε», «[[καλώς]] τά δέχτηκες», «[[καλώς]] τά χαίρεστε» — για χαιρετισμό, [[φιλοφροσύνη]], κ.λπ.<br />β) «[[καλώς]] τον ([[τάδε]]) ή την ([[τάδε]])» και «[[καλώς]] -τον, -την, -σε, -σας» — σέ, σάς (ξανα-) [[βλέπω]] με [[χαρά]]<br />γ) «καλά-καλά» — για να επιτείνει ή να μετριάσει την [[έννοια]] της λέξεως με την οποία συνάπτεται (α. «μέ κοίταζε καλά-καλά» — με κοίταζε [[επισταμένως]]<br />β. «δεν ξημέρωσε καλά-καλά» — [[μόλις]] είχε αρχίσει να ξημερώνει)<br />δ) «[[γίνομαι]] καλά» — αποκαθίσταται η [[υγεία]] μου, θεραπεύομαι<br />ε) «[[είμαι]] καλά» — [[υγιαίνω]]<br />στ) «[[πηγαίνω]] καλά» — [[προοδεύω]], [[προκόβω]]<br />ζ) «καλά που» ή «καλά και» — ευτυχώς που («καλά που το θυμήθηκες»)<br />η) «καλά να (τά) πάθεις» — επάξια πάσχεις, σού αξίζει αυτό που έπαθες<br />θ) «καλά τον έχω» και «καλά τον [[κρατώ]]» — δεν μού ξεφεύγει<br />ι) «καλά τον έκαμες» και «καλά τον διόρθωσες» — του φέρθηκες όπως του άρμοζε<br />ια) «τά 'χω καλά [[μαζί]] του» — [[είμαι]] [[φίλος]] του, έχω καλές σχέσεις [[μαζί]] του<br />ιβ) «τον [[κάνω]] καλά» — του επιβάλλομαι, [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]] γι' αυτόν, [[είναι]] του χεριού μου<br />ιγ) «[[πάει]] καλά» ή [[απλώς]] «καλά»<br />i) είμαστε σύμφωνοι, [[δέχομαι]], εντάξει<br />ii) (για ασθενή ή για δουλειά) βελτιώνεται η [[κατάσταση]]<br />ιδ) «στα καλά» και [[απλώς]] «καλά» — υπερβολικά, πολύ («τον πήρε στα καλά τον ύπνο» — παρακοιμήθηκε)<br />ιε) «για καλά» — επικίνδυνα («αρρώστησε για καλά»)<br />ιστ) «καλά [[κάνω]] εγώ» ή «εγώ [[κάνω]] καλά» — [[αναλαμβάνω]] εγώ την [[ευθύνη]]<br />ιζ) «καλά-καλά» — [[οπωσδήποτε]], [[ούτως]] ή [[άλλως]]<br />ιη) «βαστιέμαι καλά» — βρίσκομαι σε ανθηρή οικονομική ή σωματική [[κατάσταση]]<br />ιθ) «[[βαστώ]] καλά» — [[αμύνομαι]], [[αντέχω]]<br />κ) «σώνει και καλά»<br />i) επίμονα, με [[πείσμα]]<br />ii) απαραιτήτως, κατ' ανάγκην<br />κα) «στα καλά καθούμενα» — [[χωρίς]] [[αιτία]] και [[αφορμή]], αδικαιολόγητα, [[ξαφνικά]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «ή χορέψτε καλά ή αφήστε το χορό» — [[κάθε]] [[εργασία]] ή [[πρέπει]] να γίνεται στην [[εντέλεια]] ή να μη γίνεται [[καθόλου]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> επιμελώς, άρτια («ήταν καλά δασκαλεμένος»)<br /><b>2.</b> διεξοδικά, [[λεπτομερώς]]<br /><b>3.</b> αρμονικά<br /><b>4.</b> δίκαια, [[νόμιμα]]<br /><b>5.</b> σε καλή [[κατάσταση]], [[χωρίς]] [[βλάβη]]<br /><b>6.</b> [[σαφώς]], ευκρινώς, ξεκάθαρα<br /><b>7.</b> προσεκτικά<br /><b>8.</b> [[δυνατά]], [[στερεά]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «άμε [[καλώς]]» — πήγαινε στο καλό<br />β) «καλά και (να)» — αν και, [[μολονότι]] («καλά και [[ταραχή]] πολλή... μόδωκε το [[σφάλμα]] σου», Ερωφ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αίσια, σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> αποδοτικά, με [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> με [[επάρκεια]]<br /><b>4.</b> καλοπροαίρετα, συνετά<br /><b>5.</b> υπομονετικά<br /><b>6.</b> σε μεγάλο βαθμό, πολύ<br /><b>7.</b> [[επιδέξια]]<br /><b>8.</b> ευχάριστα, με [[ευημερία]]<br /><b>9.</b> με [[ασφάλεια]]<br /><b>10.</b> ανεμπόδιστα, [[χωρίς]] περιπλοκές<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «καλὰ καὶ ἄν» — [[ακόμα]] και αν<br />β) «οὐδὲ καλά» — [[μόλις]]<br />γ) «ὕπα(γε) [[καλῶς]]» — στο καλό<br />δ) «[[χίλια]] [[καλῶς]] <span style="color: red;">+</span> ορστ. ενεστ. του [[ὑπάγω]]» — στο καλό<br />ε) «([[χίλια]]) [[καλῶς]] (που) <span style="color: red;">+</span> αορ. ρ. που δηλώνει [[κίνηση]]» — με το καλό <span style="color: red;">+</span> το ανάλογο ρ. («[[χίλια]] [[καλώς]] εὑρήκαμεν ἐδῶώ τὴν ἀφεντιά σου»)<br /><b>12.</b> (ο τ. <i>καλόν</i> ως επίρρ.) καλύτερα («καλὸν μὴ ἐγεννήθης» Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειρωνικά) [[λαμπρά]], θαυμάσια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καλῶς]] ἔχω» — [[είμαι]], βρίσκομαι σε καλή [[κατάσταση]]<br />β) (ως επίρρ. [[έκφραση]]) «[[καλῶς]] ποιῶν» — δικαίως, επαξίως, [[ορθώς]]<br />γ) «[[καλῶς]] ποιῶ τινι» — φέρομαι φιλικά σε κάποιον, [[περιποιούμαι]] κάποιον<br />δ) «[[καλῶς]] ποιῶ» — [[κάνω]] αγαθές πράξεις<br />ε) «[[καλῶς]] [[πράττω]]» — [[ευτυχώ]]<br />στ) «ὁ [[καλῶς]] [[εὐδαίμων]]» — ο εντελώς [[ευτυχής]], [[κατά]] [[πάντα]] [[ευτυχής]]<br />ζ) «[[καλῶς]] ὁ [[ἱερεύς]]» — [[άξιος]] ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[καλός]] προέρχεται από <i>καλFός</i> και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kaly</i>-<i>ā</i><i>na</i> «με ωραίους βραχίονες». Ορισμένα παράγωγα του επιθέτου ([[πρβλ]]. [[κάλλος]]), οι συνήθεις τύποι τών παραθετικών του ([[πρβλ]]. [[καλλίων]], [[κάλλιστος]]), [[καθώς]] και η [[μορφή]] με την οποία απαντά πολύ [[συχνά]] ο τ. ως α' συνθετικό στην Αρχαία Ελληνική <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- εμφανίζουν διπλασιασμό του -<i>λ</i>- (-<i>λλ</i>-), ο [[οποίος]] [[είναι]] [[δυσερμήνευτος]]. Στη Νέα Ελληνική όμως το [[επίθετο]] ως α' συνθετικό απαντά [[κυρίως]] με τη [[μορφή]] <i>καλο</i>-. Το επίθ. [[καλός]] σχηματίζει ανώμαλα παραθετικά στην Αρχαία Ελληνική: συγκριτ. βαθμό [[καλλίων]] (σπανιότερα <i>καλλιώτερος</i> και <i>καλλώτερος</i>) και υπερθ. βαθμό [[κάλλιστος]] που χρησιμοποιείται και [[σήμερα]] στη Νέα Ελληνική, εμφανίζει συγκριτ. βαθμό [[καλύτερος]] (παλιότερη γρφ. [[καλλίτερος]]). Ήδη από τον Όμηρο και σε όλη τη [[διάρκεια]] της Αρχαίας Ελληνικής, το επίθ. [[καλός]] χρησιμοποιείται με τη γενική σημ. «[[ωραίος]], όμορφος, [[ευειδής]]» και μόνο το ουδ. <i>τὸ καλόν</i> μαρτυρείται και με [[ηθική]] [[έννοια]] «ψυχική [[ομορφιά]], [[αρετή]]». Στη φρ. [[καλός]], <i>κἀγαθός</i>, η οποία αποτελούσε κοινωνική [[αξία]] και παιδαγωγικό ιδεώδες, το [[επίθετο]] [[καλός]] αναφερόταν στη σωστή [[ανάπτυξη]] του σώματος, στο σωματικό [[κάλλος]], ενώ το [[επίθετο]] [[ἀγαθός]] στην ψυχική, [[ηθική]] [[ομορφιά]]. Στην Αρχαία Ελληνική η λ. [[καλός]] χρησιμοποιούνταν [[επίσης]] για να δηλώσει γενικά τον χρήσιμο, αυτόν που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]] και κατ' επέκτ., τον ικανό, επιτήδειο, κατάλληλο. Ειδικότερα δήλωνε [[επίσης]] αυτόν που έχει ευγενή [[καταγωγή]], τον ευπατρίδη. Ως [[προς]] αυτές τις σημ., το [[καλός]] απαντά ως συνώνυμο του [[ἀγαθός]] και εν μέρει ως αντίθετο του [[κακός]]. Η λ. με την [[ηθική]] [[έννοια]] «[[ενάρετος]], [[χρηστός]]» μαρτυρείται από την Καινή Διαθήκη και [[εξής]] όχι μόνο στο ουδ., όπως στην Αρχαία, [[αλλά]] και στα [[τρία]] γένη. Έτσι στη Νέα Ελληνική, η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν με την [[έννοια]] «[[καλόψυχος]], [[τίμιος]]», ενώ έχει και πιο εξειδικευμένες χρήσεις, π.χ. «[[ωραίος]], [[ευχάριστος]]» ([[πρβλ]]. >καλό [[ταξίδι]], [[καλός]] [[καιρός]]), «[[ευγενικός]]» ([[πρβλ]]. καλή [[συμπεριφορά]]), «[[ευσυνείδητος]], [[φιλότιμος]]» ([[πρβλ]]. [[καλός]] [[υπάλληλος]], [[καλός]] [[μαθητής]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλλονή]], [[κάλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλοσύνη]], [[καλότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καλότητα]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[καλοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>καλλι</i>- και <i>καλο</i>-). (Β' συνθετικό) [[απειρόκαλος]], [[πάγκαλος]], [[φιλόκαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εθελόκαλος</i>, [[μισόκαλος]], [[υπέρκαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφιλόκαλος]], [[λιόκαλος]], [[περίκαλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm