Anonymous

νεόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεόπηκτος:''' недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой ([[τυρός]] Batr.).
|elrutext='''νεόπηκτος:''' [[недавно затвердевший]], т. е. [[свежий]], [[молодой]] ([[τυρός]] Batr.).
}}
{{ls
|lstext='''νεόπηκτος''': -ον, ἴδε [[νεοπηγής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.
}}
{{ls
|lstext='''νεόπηκτος''': -ον, ἴδε [[νεοπηγής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr.
|mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr.
}}
}}