Anonymous

χειμάρροος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειμάρροος:''' -ον, σε Αττ. συνηρ. -[[ρους]], -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το [[νερό]] της βροχής και το λιωμένο [[χιόνι]], ποταμὸς [[χείμαρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις</i>, σε Σοφ.· <i>φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. ([[χωρίς]] το [[ποταμός]]), [[χείμαρρος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως [[χαράδρα]] II. 2., [[σωλήνας]], σε Δημ.
|lsmtext='''χειμάρροος:''' -ον, σε Αττ. συνηρ. -[[ρους]], -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το [[νερό]] της βροχής και το λιωμένο [[χιόνι]], ποταμὸς [[χείμαρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις</i>, σε Σοφ.· <i>φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. ([[χωρίς]] το [[ποταμός]]), [[χείμαρρος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως [[χαράδρα]] II. 2., [[σωλήνας]], σε Δημ.
}}
{{trml
|trtx====[[torrent]]===
Albanian: përrua, rrua; Aromanian: flumin; Assamese: হাৱৰ; Bengali: সয়লাব; Bulgarian: порой; Catalan: torrent, riera; Chinese Mandarin: [[奔流]], [[急流]], [[洪流]]; Dutch: [[stortvloed]], [[stroom]]; Esperanto: torento; Finnish: hyöky, vyöry; French: [[torrent]]; Galician: dioivo, doira, bullón, enxurrada, quenlle, frieira; Georgian: ნიაღვარი, ღვარი, ნაკადი, ლანქერი; German: [[Strom]], [[Schwall]], [[Sturzflut]]; Ancient Greek: [[ῥεῖθρον χείμαρρον]], [[ῥύαξ]], [[χειμάρροος]], [[χείμαρρος]], [[χειμάρρους]]; Hungarian: özön; Kurdish Central Kurdish: لێشاو; Macedonian: порој, буица; Malay: cegar; Maltese: wied; Maori: ia, hīrere; Ottoman Turkish: سیل; Persian: سیلاب; Polish: potok; Portuguese: [[torrente]]; Romanian: torent, puhoi; Russian: [[поток]]; Scottish Gaelic: tuil, taom, gàth; Slovene: hudournik; Spanish: [[torrente]]; Swedish: skur, ström, fors c
}}
}}