3,274,921
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ὑμήν:''' -[[ένος]], ὁ, [[Υμήν]], ο [[θεός]] του γάμου, βλ. [[Ὑμέναιος]] (<i>ῡ</i>, σε αντίθ. προς το [[Ὑμέναιος]], όπου το <i>υ</i> είναι βραχύ). | |lsmtext='''Ὑμήν:''' -[[ένος]], ὁ, [[Υμήν]], ο [[θεός]] του γάμου, βλ. [[Ὑμέναιος]] (<i>ῡ</i>, σε αντίθ. προς το [[Ὑμέναιος]], όπου το <i>υ</i> είναι βραχύ). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>1.</b> ο [[θεός]] του γάμου, ο Υμέναιος·2. (ως προσηγορικό) το γαμήλιο [[άσμα]], ο [[υμέναιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[είναι]] ταυτόσημη με την [[ὑμήν]], -[[ένος]] (<b>βλ. λ.</b> [[υμένας]]), υπαινισσόμενη μέσω του γαμήλιου άσματος τα τυπικά που ακολουθούν τη γαμήλια [[τελετή]], τα σχετικά, με τον παρθενικό υμένα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] οι τ. [[ὑμήν]] «[[υμένας]]» και [[ὑμήν]] «[[υμέναιος]]» δεν συνδέονται ετυμολογικά, ενώ η λ. [[ὑμήν]] «γαμήλιο [[άσμα]]» θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με τη λ. [[ὕμνος]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. [[ὑμήν]] της τελετουργικής ορολογίας θα [[πρέπει]] να αναχθεί στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], από όπου και οι τ. [[ὑμήν]] «[[υμένας]]» (με αρχική σημ. «[[ραφή]]») και [[ὕμνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{wkpen | {{wkpen |