Anonymous

Ὑμήν: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ὑμήν:''' -[[ένος]], ὁ, [[Υμήν]], ο [[θεός]] του γάμου, βλ. [[Ὑμέναιος]] (<i>ῡ</i>, σε αντίθ. προς το [[Ὑμέναιος]], όπου το <i>υ</i> είναι βραχύ).
|lsmtext='''Ὑμήν:''' -[[ένος]], ὁ, [[Υμήν]], ο [[θεός]] του γάμου, βλ. [[Ὑμέναιος]] (<i>ῡ</i>, σε αντίθ. προς το [[Ὑμέναιος]], όπου το <i>υ</i> είναι βραχύ).
}}
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> ο [[θεός]] του γάμου, ο Υμέναιος·2. (ως προσηγορικό) το γαμήλιο [[άσμα]], ο [[υμέναιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[είναι]] ταυτόσημη με την [[ὑμήν]], -[[ένος]] (<b>βλ. λ.</b> [[υμένας]]), υπαινισσόμενη μέσω του γαμήλιου άσματος τα τυπικά που ακολουθούν τη γαμήλια [[τελετή]], τα σχετικά, με τον παρθενικό υμένα. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] οι τ. [[ὑμήν]] «[[υμένας]]» και [[ὑμήν]] «[[υμέναιος]]» δεν συνδέονται ετυμολογικά, ενώ η λ. [[ὑμήν]] «γαμήλιο [[άσμα]]» θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με τη λ. [[ὕμνος]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. [[ὑμήν]] της τελετουργικής ορολογίας θα [[πρέπει]] να αναχθεί στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]], από όπου και οι τ. [[ὑμήν]] «[[υμένας]]» (με αρχική σημ. «[[ραφή]]») και [[ὕμνος]].
}}
}}
{{wkpen
{{wkpen