3,276,318
edits
m (1 revision imported) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ελαφρή, και ελαφρά, και ελαφριά, ελαφρό και [[αλαφρός]], αλαφριά, αλαφρό και [[αλαφριός]], αλαφριά, αλαφριό και [[ελαφρύς]], ελαφριά, ελαφρύ και [[αλαφρύς]], αλαφριά, αλαφρύ (AM [[ἐλαφρός]], ἐλαφρά, ἐλαφρόν και [[ἐλαφρός]], ἐλαφρόν)<br />Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό [[βάρος]]<br /><b>2.</b> (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα <b>κ.λπ.</b>) [[λεπτός]], [[κατάλληλος]] λόγω υλικού και υφάνσεως για περιόδους [[χωρίς]] πολύ [[κρύο]]<br /><b>3.</b> (για όπλα, οπλισμό) [[εύκολος]] στη [[μεταφορά]]<br /><b>4.</b> (για στρατιώτη) ο οπλισμένος με [[ελαφρά]], ατομικά του όπλα<br /><b>5.</b> [[εύκολος]] που δεν κουράζει («ελαφριά δουλειά»)<br /><b>6.</b> (για ποινές) όχι πολύ [[αυστηρός]] ως [[προς]] την [[έκτιση]] ή τις άλλες επιπτώσεις<br /><b>7.</b> (για άνεμο, κυματισμό <b>κ.λπ.</b>) [[χωρίς]] [[μεγάλη]] [[ένταση]]<br /><b>8.</b> (για τροφές) [[εύπεπτος]]<br /><b>9.</b> (για ανθρώπους) [[ελαφρόμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>10.</b> (για νοσηρή [[κατάσταση]]) [[ήπιος]], όχι [[βαρύς]] («[[ελαφρά]] [[αδιαθεσία]]», «[[ελαφρός]] [[πονοκέφαλος]]»)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ύπνος [[ελαφρός]]» — [[ευχάριστος]] και [[αναπαυτικός]], [[χωρίς]] εφιάλτες<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «γαίαν έχοις ελαφράν», «ελαφρό το [[χώμα]]...» — [[ευχή]] σε κεκοιμημένους για αιώνια, ειρηνική [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φάρμακο]]) αυτός που ενεργεί ήπια<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) αυτός που διευκολύνει την [[πέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[ενέργεια]]) [[ήπιος]] («ελαφρό [[τρίψιμο]], [[ελαφρά]] [[επίπληξη]]»)<br /><b>4.</b> [[ασθενής]], όχι [[έντονος]] («ελαφριά [[αναπνοή]]»)<br /><b>5.</b> (για [[μυρωδιά]], [[αναθυμίαση]]) αυτός που δεν προσβάλλει έντονα τα οσφρητικά [[νεύρα]], [[άτονος]] («ελαφρό [[άρωμα]]»)<br /><b>6.</b> (για [[φυσικά]] προϊόντα και τα παρασκευάσματά τους) ο [[φτωχός]] σε [[περιεκτικότητα]] του κύριου συστατικού, [[αραιός]] («ελαφρό [[κρασί]]»)<br /><b>7.</b> (για [[γεύση]] ή [[οσμή]]) αυτή που διαφέρει από τη συνηθισμένη<br /><b>8.</b> (για [[γυναίκα]]) ανήθικη<br /><b>9.</b> (για λογοτεχνικά έργα και μουσικές συνθέσεις) αυτός που γράφεται μόνο για [[διασκέδαση]] [[χωρίς]] βαθύτερο [[περιεχόμενο]] («ελαφρό [[θέατρο]]»)<br /><b>10.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ελαφρός]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[εφηβικός]], [[νεανικός]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) ανοχύρωτη<br /><b>3.</b> (για ανθρώπους και ζώα) [[ευκίνητος]], γρήγορος<br /><b>4.</b> [[ευνόητος]]<br /><b>5.</b> (για [[θάλασσα]]) ρηχή<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[μικρός]], [[αβαθής]]<br />II. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[ελαφρά]] (AM ἐλαφρῶς)<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[πίεση]] ή θόρυβο («άγγιξα [[ελαφρά]]», «πατάει [[ελαφρά]]»)<br /><b>2.</b> ευκίνητα, [[γρήγορα]], ανάλαφρα<br /><b>3.</b> ακίνδυνα, άνετα («πέρασε την [[αρρώστια]] [[ελαφρά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>lungar</i>, αρχ. σαξ. <i>lungor</i> «γρήγορος», αγγλοσαξ. επίρρ. <i>lungre</i> «[[γρήγορα]], [[σύντομα]]», <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>lņgh</i><sup>w</sup><i>ro</i>-. To <i>ε</i>- του ελληνικού τ. [[είναι]] [[πρόθημα]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], η λ. προήλθε με συμφυρμό τών <i>ελαχρός</i> ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>lungar</i>) και <i>ελαφός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελαχFός</i> ([[πρβλ]]. λιθ. <i>le</i><i>ň</i><i>gvas</i>), θεματ. τ. του [[ελαχύς]]. Ο τ. <i>ελαφρ</i>-<i>ύς</i> αναλογικός [[κατά]] το αντίθετό του <i>βαρ</i>-<i>ύς</i>. Η λ. [[ελαφρός]] σήμαινε ήδη στον Όμηρο και «[[ταχύς]], γρήγορος», [[επειδή]] αυτός που έχει λίγο [[βάρος]], κινείται με [[ευκολία]], [[είναι]] [[ευκίνητος]] και, [[επομένως]], [[ταχύς]]. Η [[σημασία]] όμως αυτή δεν διατηρήθηκε στη νέα Ελληνική]. | |mltxt=ελαφρή, και ελαφρά, και ελαφριά, ελαφρό και [[αλαφρός]], αλαφριά, αλαφρό και [[αλαφριός]], αλαφριά, αλαφριό και [[ελαφρύς]], ελαφριά, ελαφρύ και [[αλαφρύς]], αλαφριά, αλαφρύ (AM [[ἐλαφρός]], ἐλαφρά, ἐλαφρόν και [[ἐλαφρός]], ἐλαφρόν)<br />Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό [[βάρος]]<br /><b>2.</b> (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα <b>κ.λπ.</b>) [[λεπτός]], [[κατάλληλος]] λόγω υλικού και υφάνσεως για περιόδους [[χωρίς]] πολύ [[κρύο]]<br /><b>3.</b> (για όπλα, οπλισμό) [[εύκολος]] στη [[μεταφορά]]<br /><b>4.</b> (για στρατιώτη) ο οπλισμένος με [[ελαφρά]], ατομικά του όπλα<br /><b>5.</b> [[εύκολος]] που δεν κουράζει («ελαφριά δουλειά»)<br /><b>6.</b> (για ποινές) όχι πολύ [[αυστηρός]] ως [[προς]] την [[έκτιση]] ή τις άλλες επιπτώσεις<br /><b>7.</b> (για άνεμο, κυματισμό <b>κ.λπ.</b>) [[χωρίς]] [[μεγάλη]] [[ένταση]]<br /><b>8.</b> (για τροφές) [[εύπεπτος]]<br /><b>9.</b> (για ανθρώπους) [[ελαφρόμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>10.</b> (για νοσηρή [[κατάσταση]]) [[ήπιος]], όχι [[βαρύς]] («[[ελαφρά]] [[αδιαθεσία]]», «[[ελαφρός]] [[πονοκέφαλος]]»)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ύπνος [[ελαφρός]]» — [[ευχάριστος]] και [[αναπαυτικός]], [[χωρίς]] εφιάλτες<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «γαίαν έχοις ελαφράν», «ελαφρό το [[χώμα]]...» — [[ευχή]] σε κεκοιμημένους για αιώνια, ειρηνική [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φάρμακο]]) αυτός που ενεργεί ήπια<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) αυτός που διευκολύνει την [[πέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[ενέργεια]]) [[ήπιος]] («ελαφρό [[τρίψιμο]], [[ελαφρά]] [[επίπληξη]]»)<br /><b>4.</b> [[ασθενής]], όχι [[έντονος]] («ελαφριά [[αναπνοή]]»)<br /><b>5.</b> (για [[μυρωδιά]], [[αναθυμίαση]]) αυτός που δεν προσβάλλει έντονα τα οσφρητικά [[νεύρα]], [[άτονος]] («ελαφρό [[άρωμα]]»)<br /><b>6.</b> (για [[φυσικά]] προϊόντα και τα παρασκευάσματά τους) ο [[φτωχός]] σε [[περιεκτικότητα]] του κύριου συστατικού, [[αραιός]] («ελαφρό [[κρασί]]»)<br /><b>7.</b> (για [[γεύση]] ή [[οσμή]]) αυτή που διαφέρει από τη συνηθισμένη<br /><b>8.</b> (για [[γυναίκα]]) ανήθικη<br /><b>9.</b> (για λογοτεχνικά έργα και μουσικές συνθέσεις) αυτός που γράφεται μόνο για [[διασκέδαση]] [[χωρίς]] βαθύτερο [[περιεχόμενο]] («ελαφρό [[θέατρο]]»)<br /><b>10.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ελαφρός]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[εφηβικός]], [[νεανικός]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) ανοχύρωτη<br /><b>3.</b> (για ανθρώπους και ζώα) [[ευκίνητος]], γρήγορος<br /><b>4.</b> [[ευνόητος]]<br /><b>5.</b> (για [[θάλασσα]]) ρηχή<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[μικρός]], [[αβαθής]]<br />II. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[ελαφρά]] (AM ἐλαφρῶς)<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[πίεση]] ή θόρυβο («άγγιξα [[ελαφρά]]», «πατάει [[ελαφρά]]»)<br /><b>2.</b> ευκίνητα, [[γρήγορα]], ανάλαφρα<br /><b>3.</b> ακίνδυνα, άνετα («πέρασε την [[αρρώστια]] [[ελαφρά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>lungar</i>, αρχ. σαξ. <i>lungor</i> «γρήγορος», αγγλοσαξ. επίρρ. <i>lungre</i> «[[γρήγορα]], [[σύντομα]]», <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>lņgh</i><sup>w</sup><i>ro</i>-. To <i>ε</i>- του ελληνικού τ. [[είναι]] [[πρόθημα]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], η λ. προήλθε με συμφυρμό τών <i>ελαχρός</i> ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>lungar</i>) και <i>ελαφός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελαχFός</i> ([[πρβλ]]. λιθ. <i>le</i><i>ň</i><i>gvas</i>), θεματ. τ. του [[ελαχύς]]. Ο τ. <i>ελαφρ</i>-<i>ύς</i> αναλογικός [[κατά]] το αντίθετό του <i>βαρ</i>-<i>ύς</i>. Η λ. [[ελαφρός]] σήμαινε ήδη στον Όμηρο και «[[ταχύς]], γρήγορος», [[επειδή]] αυτός που έχει λίγο [[βάρος]], κινείται με [[ευκολία]], [[είναι]] [[ευκίνητος]] και, [[επομένως]], [[ταχύς]]. Η [[σημασία]] όμως αυτή δεν διατηρήθηκε στη νέα Ελληνική]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[light]]=== | |||
Abkhaz: алас; Ahom: 𑜉𑜨𑜧; Arabic: خَفِيف; Moroccan Arabic: خفيف; South Levantine Arabic: خفيف; Aragonese: lixero; Armenian: թեթև; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: পাতল; Asturian: llivianu; Avar: тӏадагьаб; Azerbaijani: yüngül; Belarusian: лёгкі; Bulgarian: лек; Catalan: lleuger; Cebuano: gaan; Chechen: дай; Chepang: खुय्ङःमै; Chinese Cantonese: [[輕]], [[轻]]; Mandarin: [[輕]], [[轻]]; Chinook Jargon: wik-tʰil; Czech: lehký; Danish: let; Dutch: [[licht]]; Esperanto: malpeza, leĝera; Evenki: энимкун; Faroese: lættur; Finnish: kevyt; French: [[léger]]; Friulian: lizêr; Galician: livián, lixeiro; Georgian: მსუბუქი, მჩატე; German: [[leicht]]; Gothic: 𐌻𐌴𐌹𐌷𐍄𐍃; Greek: [[αβαρής]], [[ελαφρός]], [[ελαφρύς]]; Ancient Greek: [[ἐλαφρός]], [[κοῦφος]], [[ἀβαρής]]; Hebrew: קל, קלה; Hindi: हलका; Hungarian: könnyű; Icelandic: léttur, létt or; Ido: lejera; Ilocano: nalag-an; Indonesian: ringan; Ingush: дай, атта; Italian: [[leggero]]; Iu Mien: heng; Japanese: 軽い; Javanese: ènthèng; Kabuverdianu: lébi; Kazakh: жеңіл; Khmer: ស្រាល; Korean: 가볍다, 경량(輕量)의; Kurdish Central Kurdish: سووک; Northern Kurdish: sivik; Ladin: lesier; Lao: ຍ່ອງ, ເບົາ; Latin: [[levis]]; Latvian: viegls; Lezgi: кьезил; Lithuanian: lengvas; Lombard: legger; Lü: ᦢᧁ; Macedonian: лесен; Malay: ringan; Maltese: ħafif; Mizo: zäng; Mongolian: хөнгөн; Muong: nhẽl; Nanai: хэню; Norman: ligi; Northern Norwegian: lett; Nuosu: ꀁꇖ; Occitan: leugièr; Old Church Slavonic: льгъкъ; Old Prussian: lāngus; Ossetian: рог; Ottoman Turkish: خفیف; Pacoh: nghial; Papiamentu: lihé; Persian: سَبُک; Polish: lekki; Portuguese: [[leve]]; Quechua: chhalla; Romanian: ușor; Romansch: lev, liger; Russian: [[лёгкий]]; Rwanda-Rundi: huhwa; Sanskrit: लघु; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Shan: မဝ်; Sicilian: liggeru; Slovak: ľahký; Slovene: láhek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Spanish: [[ligero]], [[liviano]]; Swahili: epesi; Swedish: lätt; Tagalog: magaan; Telugu: తేలిక; Thai: เบา; Tibetan: ཡང་པོ; Tocharian B: lankᵤtse; Turkish: yeğni, hafif; Tuvan: чиик; Tày: bâu, bau, nẩư; Ukrainian: легкий; Uzbek: yengil; Venetan: lesiéro, ƚixièro, lixiero, liđier; Vietnamese: nhẹ, nhẹ nhàng; Welsh: ysgafn; White Hmong: sib; Yakut: чэпчэки; Yiddish: לײַכט; Zazaki: senık; Zhuang: mbaeu | |||
}} | }} |