Anonymous

νομαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=νομαῖος, νομαία, νομαῖον (Α)<br /><b>1.</b> [[νομαδικός]], [[ποιμενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεγαλώνει στα βοσκοτόπια, στα λιβάδια<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νομαῖα</i><br />η [[αμοιβή]] για τη [[βοσκή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομός]] / [[νομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πυργαίος]]].
|mltxt=νομαῖος, νομαία, νομαῖον (Α)<br /><b>1.</b> [[νομαδικός]], [[ποιμενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεγαλώνει στα βοσκοτόπια, στα λιβάδια<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νομαῖα</i><br />η [[αμοιβή]] για τη [[βοσκή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομός]] / [[νομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πυργαίος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νομαῖος:''' νομαία, νομαῖον, = [[νομαδικός]], σε Ανθ.
}}
}}