Anonymous

θυμόω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymoo
|Transliteration C=thymoo
|Beta Code=qumo/w
|Beta Code=qumo/w
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make angry]], [[provoke]], [[LXX]] ''Ho.''12.14(15): once in Trag., ὥστε θυμῶσαι φρένας E.''Supp.''581.<br><span class="bld">II</span> Med. and Pass., 2sg. θυμοῖ Ar.''Ra.''584: fut. θυμώσομαι [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1069, θυμωθήσομαι [[LXX]] ''Jb.''21.4, Phld.''Ir.'' p.89W.: aor. ἐθυμωσάμην E.''Hel.''1343(lyr.), more freq. ἐθυμώθην [[Herodotus|Hdt.]]3.1, al.; part. -θείς E.''Ph.''461, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''931b: pf. inf. τεθυμῶσθαι [[Herodotus|Hdt.]]3.52, A.''Fr.''478, Pl.''Ep.''346a:—to [[be wroth]] or [[angry]], abs., [[Herodotus|Hdt.]] 3.1, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''l.c., Sor.1.88, etc.; θυμοῦ δι' ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 344; <b class="b3">εἰς ἔριν θ.</b> Id.''Aj.''1018; of animals, to [[be wild]], [[restive]], Id.''Ant.'' 477, X.''Eq.''1.10; <b class="b3">θυμοῦσθαι εἰς κέρας</b> [[vent fury]] with the horns, Virgil's [[irasci in cornua]], E.''Ba.''743; cf. [[ἀοιδὸς]] ἐς κέρας τεθύμωται Call.''Iamb.'' 1.321; <b class="b3">τὸ θυμούμενον</b> [[passion]], Antipho 2.3.3, Th.7.68; <b class="b3">θυμοῦσθαί τινι</b> to [[be angry with]] one, A.''Eu.''733, S.''Tr.''543, 1230, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 324a; ἔς τινα [[Herodotus|Hdt.]]3.52; περί τινος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1368 (prob. for [[μυθοῦσθαι]]); βοῦς πρὸς τὸν ἐλαύνοντα -ωθείς Plu.''Dio''38; σοι θυγατέρος -ούμενος [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''751 (troch.): c. dat. rei, τῇ ξυντυχίᾳ Ar.''Ra.''1006.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make angry]], [[provoke]], [[LXX]] ''Ho.''12.14(15): once in Trag., ὥστε θυμῶσαι φρένας E.''Supp.''581.<br><span class="bld">II</span> Med. and Pass., 2sg. θυμοῖ Ar.''Ra.''584: fut. θυμώσομαι [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1069, θυμωθήσομαι [[LXX]] ''Jb.''21.4, Phld.''Ir.'' p.89W.: aor. ἐθυμωσάμην E.''Hel.''1343(lyr.), more freq. ἐθυμώθην [[Herodotus|Hdt.]]3.1, al.; part. -θείς E.''Ph.''461, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''931b: pf. inf. τεθυμῶσθαι [[Herodotus|Hdt.]]3.52, A.''Fr.''478, Pl.''Ep.''346a:—to [[be wroth]] or [[angry]], abs., [[Herodotus|Hdt.]] 3.1, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''l.c., Sor.1.88, etc.; θυμοῦ δι' ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 344; <b class="b3">εἰς ἔριν θ.</b> Id.''Aj.''1018; of animals, to [[be wild]], [[restive]], Id.''Ant.'' 477, X.''Eq.''1.10; <b class="b3">θυμοῦσθαι εἰς κέρας</b> [[vent fury]] with the horns, Virgil's [[irasci in cornua]], E.''Ba.''743; cf. [[ἀοιδὸς]] ἐς κέρας τεθύμωται Call.''Iamb.'' 1.321; [[τὸ θυμούμενον]] = [[passion]], Antipho 2.3.3, Th.7.68; <b class="b3">θυμοῦσθαί τινι</b> to [[be angry with]] one, A.''Eu.''733, S.''Tr.''543, 1230, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 324a; ἔς τινα [[Herodotus|Hdt.]]3.52; περί τινος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1368 (prob. for [[μυθοῦσθαι]]); βοῦς πρὸς τὸν ἐλαύνοντα -ωθείς Plu.''Dio''38; σοι θυγατέρος -ούμενος [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''751 (troch.): c. dat. rei, τῇ ξυντυχίᾳ Ar.''Ra.''1006.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1225.png Seite 1225]] zornig machen, LXX. Gew. pass. mit fut. med., zornig werden, zürnen; absol., Aesch. Ag. 1039; Soph. Phil. 323 u. öfter; Plat. Prot. 323 d u. sonst; τινί, Aesch. Eum. 703; Soph. Tr. 540; Eur. Suppl. 492; so gew. in Prosa; τινί τινος, auf Einen wegen einer Sache, Eur. Or. 741; τῇ ξυντυχίᾳ Ar. Ran. 1006; ἔς τινα, Her. 3, 52; ἐπί τινι, D. C. 78, 26; übh. heftig werden, Soph. O. C. 1422; von Tieren, [[βοῦς]] πρὸς τὸν ἐλαύνοντα θυμωθείς Plut. Dion. 38. – Τὸ θυμούμενον, der Zorn, Antiph. II γ 3; Thuc. 7, 68.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1225.png Seite 1225]] zornig machen, LXX. Gew. pass. mit fut. med., zornig werden, zürnen; absol., Aesch. Ag. 1039; Soph. Phil. 323 u. öfter; Plat. Prot. 323 d u. sonst; τινί, Aesch. Eum. 703; Soph. Tr. 540; Eur. Suppl. 492; so gew. in Prosa; τινί τινος, auf Einen wegen einer Sache, Eur. Or. 741; τῇ ξυντυχίᾳ Ar. Ran. 1006; ἔς τινα, Her. 3, 52; ἐπί τινι, D. C. 78, 26; übh. heftig werden, Soph. O. C. 1422; von Tieren, [[βοῦς]] πρὸς τὸν ἐλαύνοντα θυμωθείς Plut. Dion. 38. – [[τὸ θυμούμενον]] = der [[Zorn]], Antiph. II γ 3; Thuc. 7, 68.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[θυμῶ]] :<br />irriter;<br /><i>Pass.-Moy.</i> [[θυμόομαι]], [[θυμοῦμαι]] (<i>f.</i> θυμώσομαι, <i>ao.</i> ἐθυμώθην);<br /><b>1</b> [[s'irriter]], [[être irrité]] ; τὸ θυμούμενον THC la colère, l'animosité;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'animaux</i> [[être ombrageux]], [[rétif]].<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]].
|btext=[[θυμῶ]] :<br />irriter;<br /><i>Pass.-Moy.</i> [[θυμόομαι]], [[θυμοῦμαι]] (<i>f.</i> θυμώσομαι, <i>ao.</i> ἐθυμώθην);<br /><b>1</b> [[s'irriter]], [[être irrité]] ; [[τὸ θυμούμενον]] THC la [[colère]], l'[[animosité]];<br /><b>2</b> <i>en parl. d'animaux</i> [[être ombrageux]], [[rétif]].<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θυμόω:''' [малоупотреб. act. к [[θυμόομαι]] сердить, раздражать.
|elrutext='''θυμόω:''' [малоупотреб. act. к [[θυμόομαι]] [[сердить]], [[раздражать]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμόω''': παροργίζω, [[παροξύνω]], Ἑβδ. (Βʹ Βασιλ. ΙΖʹ, 20, κ. ἀλλ.)· - τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀττ.· ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 581 ἡ [[διόρθωσις]] τοῦ Dindorf ὡς τεθυμῶσθαι φρένας (ἀντὶ [[ὥστε]] θυμῶσαι) φαίνεται [[ἐπιτυχής]]. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., βʹ ἑνικ. θυμοῖ Ἀριστοφ. Βατρ. 584: μέλλ. -ώσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1069, -ωθήσομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἐθυμωσάμην Εὐρ. Ἑλ. 1347 (λυρ.)· συχνότερον ἐθυμώθην Ἡρόδ. 3. 1., 5. 33., 7. 11, κ. ἀλλ., Ἀττ.· πρκμ. ἀπαρ. τεθυμῶσθαι Ἡρόδ. 3. 52, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 369, Ἐπιστ. Πλάτ. 346Α, ἴδε ἀνωτ. 1· - εἶμαι ὡργισμένος, ἀπολ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. κλ.· θυμοῦ δι’ ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη ὁ αὐτ. Ο. Τ. 314· εἰς ἔριν θ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1018· ἐπὶ ζῴων, εἰμαι [[ἄγριος]], [[δυσπειθής]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 477, Ξεν.· θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]], ἐκδηλοῦν τὴν ἐσωτερικὴν μανίαν διὰ σαλπισμάτων, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου: irasci in cornua, Elmsl. Βάκχ. 742· τὸ θυμούμενον, [[θυμός]], [[ὀργή]], [[ὀργίλος]] [[χαρακτήρ]], Ἀντιφῶν 118. 16, Θουκ. 7. 68· - θυμοῦσθαί τινι, τὸ ὀργίζεσθαι [[ἐναντίον]] τινός. Αἰσχύλ. Εὐμ. 733, Σοφ. Ἀποσπ. 543, 1230, Πλάτ., κλ.· [[ὡσαύτως]], εἴς τινα Ἡρόδ. 3. 52· [[περί]] τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1368 (κατὰ τὸν Ahr. ἀντὶ μυθοῦσθαι)· [[πρός]] τινα Πλούτ. Δίωνι 38· θυμοῦσθαι τινί τινος, ὀργίζεσθαί τινι [[περί]] τινος πράγματος, Εὐρ. Ὀρ. 751· μετὰ δοτ. πράγμ., ὀργίζομαι διά τι, Ἀριστοφ. Βατρ. 1006.
|lstext='''θῡμόω''': παροργίζω, [[παροξύνω]], Ἑβδ. (Βʹ Βασιλ. ΙΖʹ, 20, κ. ἀλλ.)· - τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀττ.· ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 581 ἡ [[διόρθωσις]] τοῦ Dindorf ὡς τεθυμῶσθαι φρένας (ἀντὶ [[ὥστε]] θυμῶσαι) φαίνεται [[ἐπιτυχής]]. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., βʹ ἑνικ. θυμοῖ Ἀριστοφ. Βατρ. 584: μέλλ. -ώσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1069, -ωθήσομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἐθυμωσάμην Εὐρ. Ἑλ. 1347 (λυρ.)· συχνότερον ἐθυμώθην Ἡρόδ. 3. 1., 5. 33., 7. 11, κ. ἀλλ., Ἀττ.· πρκμ. ἀπαρ. τεθυμῶσθαι Ἡρόδ. 3. 52, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 369, Ἐπιστ. Πλάτ. 346Α, ἴδε ἀνωτ. 1· - εἶμαι ὡργισμένος, ἀπολ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. κλ.· θυμοῦ δι’ ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη ὁ αὐτ. Ο. Τ. 314· εἰς ἔριν θ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1018· ἐπὶ ζῴων, εἰμαι [[ἄγριος]], [[δυσπειθής]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 477, Ξεν.· θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]], ἐκδηλοῦν τὴν ἐσωτερικὴν μανίαν διὰ σαλπισμάτων, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου: irasci in cornua, Elmsl. Βάκχ. 742· [[τὸ θυμούμενον]], [[θυμός]], [[ὀργή]], [[ὀργίλος]] [[χαρακτήρ]], Ἀντιφῶν 118. 16, Θουκ. 7. 68· - θυμοῦσθαί τινι, τὸ ὀργίζεσθαι [[ἐναντίον]] τινός. Αἰσχύλ. Εὐμ. 733, Σοφ. Ἀποσπ. 543, 1230, Πλάτ., κλ.· [[ὡσαύτως]], εἴς τινα Ἡρόδ. 3. 52· [[περί]] τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1368 (κατὰ τὸν Ahr. ἀντὶ μυθοῦσθαι)· [[πρός]] τινα Πλούτ. Δίωνι 38· θυμοῦσθαι τινί τινος, ὀργίζεσθαί τινι [[περί]] τινος πράγματος, Εὐρ. Ὀρ. 751· μετὰ δοτ. πράγμ., ὀργίζομαι διά τι, Ἀριστοφ. Βατρ. 1006.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῡμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θυμός]]), [[θυμώνω]]· Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθυμωσάμην</i> και <i>ἐθυμώθην</i>, απαρ. παρακ. <i>τεθυμῶσθαι</i>· είμαι οργισμένος ή θυμωμένος, απολ., σε Ηρόδ., Τραγ.· λέγεται για ζώα, είμαι [[άγριος]], [[ατίθασος]], σε Σοφ.· θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]], εξωτερικεύοντας την [[οργή]] μέσα από τα βούκινα, του Βιργιλίου iracci in cornua, σε Ευρ.· <i>τὸ θυμούμενον</i>, το [[πάθος]], σε Θουκ.· <i>θυμοῦσθαί τινι</i>, είμαι θυμωμένος με κάποιον, σε Αισχύλ., κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Ηρόδ.· με δοτ. πράγμ., είμαι θυμωμένος με [[κάτι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θῡμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[θυμός]]), [[θυμώνω]]· Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθυμωσάμην</i> και <i>ἐθυμώθην</i>, απαρ. παρακ. <i>τεθυμῶσθαι</i>· είμαι οργισμένος ή θυμωμένος, απολ., σε Ηρόδ., Τραγ.· λέγεται για ζώα, είμαι [[άγριος]], [[ατίθασος]], σε Σοφ.· θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]], εξωτερικεύοντας την [[οργή]] μέσα από τα βούκινα, του Βιργιλίου iracci in cornua, σε Ευρ.· [[τὸ θυμούμενον]], το [[πάθος]], σε Θουκ.· <i>θυμοῦσθαί τινι</i>, είμαι θυμωμένος με κάποιον, σε Αισχύλ., κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Ηρόδ.· με δοτ. πράγμ., είμαι θυμωμένος με [[κάτι]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῡμόω, fut. -ώσω [[θυμός]]<br />to make [[angry]]:—Mid. and Pass., fut. -ώσομαι; aor1 ἐθυμωσάμην and ἐθυμώθην; perf. inf. τεθυμῶσθαι;— to be [[wroth]] or [[angry]], absol., Hdt., Trag.; of animals, to be [[wild]], [[restive]], Soph.; θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]] to [[vent]] [[fury]] with the horns, Virgil's irasci in cornua, Eur.; τὸ θυμούμενον [[passion]], Thuc.: —θυμοῦσθαί τινι to be [[angry]] with one, Aesch., etc.; εἴς τινα Hdt.; c. dat. rei, to be [[angry]] at a [[thing]], Ar.
|mdlsjtxt=θῡμόω, fut. -ώσω [[θυμός]]<br />to make [[angry]]:—Mid. and Pass., fut. -ώσομαι; aor1 ἐθυμωσάμην and ἐθυμώθην; perf. inf. τεθυμῶσθαι;— to be [[wroth]] or [[angry]], absol., Hdt., Trag.; of animals, to be [[wild]], [[restive]], Soph.; θυμοῦσθαι εἰς [[κέρας]] to [[vent]] [[fury]] with the horns, Virgil's irasci in cornua, Eur.; [[τὸ θυμούμενον]] = [[passion]], Thuc.: —θυμοῦσθαί τινι to be [[angry]] with one, Aesch., etc.; εἴς τινα Hdt.; c. dat. rei, to be [[angry]] at a [[thing]], Ar.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese