3,277,121
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βήξ:''' βηχός ὁ и ἡ [[кашель]] Thuc., Arst., Plut. | |elrutext='''βήξ:''' βηχός ὁ и ἡ [[кашель]] Thuc., Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[βήξ]], βηχός)<br />σπασμωδική [[εμπνοή]] αέρα από τους πνεύμονες, με χαρακτηριστικό ήχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[κόβω]] τον βήχα κάποιου» — [[αποθαρρύνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σταματήσει τις απαιτήσεις του<br /><b>2.</b> «[[απορία]] ψάλτου βηξ» — για ανθρώπους που προσπαθούν αδέξια να κρύψουν την αμάθειά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Όπως άλλα ονόματα που σημαίνουν [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. [[λυγξ]], <i>φριξ</i> και με διαφορετικό σχηματισμό [[φαγέδαινα]]), αρχικά η λ. <i>βηξ</i> εκφράζει το [[κακό]] ως δραστική [[δύναμη]], [[χωρίς]] και να [[είναι]] αναγκαίο να υποθέσει [[κανείς]] κάποιο «[[δαιμόνιο]]» τον βήχα. Τέλος, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. <i>βηξ</i> πιθ. ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>ā</i><i>kh</i>- / <i>g</i><i>ū</i><i>kh</i>- ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>cough</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βηχικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βήσσω]], [[βηχώδης]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[βηχίον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[γαϊδουρόβηχας]], [[κορακόβηχας]], [[ξερόβηχας]], <i>σκυλόβηχας</i>, <i>τσιγαρόβηχας</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |