Anonymous

ἄνοιγμα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄνοιγμα]])<br />η [[πράξη]] του να ανοίγει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] από όπου υπάρχει [[πέρασμα]], η [[δίοδος]], η [[είσοδος]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) το [[μέρος]] του υφάσματος που δεν [[είναι]] ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] του δάσους που δεν έχει δέντρα, ξέφωτο<br /><b>4.</b> [[ρωγμή]], [[σχισμή]]<br /><b>5.</b> το πλατύτερο [[μέρος]] μιας έκτασης, ενός τόπου<br /><b>6.</b> [[εγκαίνια]]<br /><b>7.</b> [[ανόρυξη]] πηγαδιού<br /><b>8.</b> το [[σκάλισμα]] του χώματος [[γύρω]] από τον κορμό των κλημάτων<br /><b>9.</b> το [[πέταγμα]] βλαστών ή ματιών σε ένα [[φυτό]], [[άνθηση]]<br /><b>10.</b> [[έναρξη]], [[αρχή]]<br /><b>11.</b> [[αραίωση]], (για φυτά) [[ξεχορτάριασμα]]<br /><b>12.</b> [[διάνοιξη]], φάρδαιμα, [[διεύρυνση]]<br /><b>13.</b> [[εκταφή]] νεκρού, [[ανακομιδή]]<br /><b>14.</b> [[ταξίδι]], [[πορεία]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]] (στα ανοιχτά)<br /><b>15.</b> [[διάρρηξη]] αγγείου ή ιστού του σώματος<br /><b>16.</b> <b>μτφ.</b> η [[αδυναμία]] κάποιου να εκπληρώσει εμπορική ή χρηματική [[υποχρέωση]]<br /><b>17.</b> παράτολμη [[πράξη]], αποτόλμημα<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διάμετρος]] («[[άνοιγμα]] σφαίρας»).
|mltxt=το (Α [[ἄνοιγμα]])<br />η [[πράξη]] του να ανοίγει [[κανείς]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] από όπου υπάρχει [[πέρασμα]], η [[δίοδος]], η [[είσοδος]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) το [[μέρος]] του υφάσματος που δεν [[είναι]] ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] του δάσους που δεν έχει δέντρα, ξέφωτο<br /><b>4.</b> [[ρωγμή]], [[σχισμή]]<br /><b>5.</b> το πλατύτερο [[μέρος]] μιας έκτασης, ενός τόπου<br /><b>6.</b> [[εγκαίνια]]<br /><b>7.</b> [[ανόρυξη]] πηγαδιού<br /><b>8.</b> το [[σκάλισμα]] του χώματος [[γύρω]] από τον κορμό των κλημάτων<br /><b>9.</b> το [[πέταγμα]] βλαστών ή ματιών σε ένα [[φυτό]], [[άνθηση]]<br /><b>10.</b> [[έναρξη]], [[αρχή]]<br /><b>11.</b> [[αραίωση]], (για φυτά) [[ξεχορτάριασμα]]<br /><b>12.</b> [[διάνοιξη]], φάρδαιμα, [[διεύρυνση]]<br /><b>13.</b> [[εκταφή]] νεκρού, [[ανακομιδή]]<br /><b>14.</b> [[ταξίδι]], [[πορεία]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]] (στα ανοιχτά)<br /><b>15.</b> [[διάρρηξη]] αγγείου ή ιστού του σώματος<br /><b>16.</b> <b>μτφ.</b> η [[αδυναμία]] κάποιου να εκπληρώσει εμπορική ή χρηματική [[υποχρέωση]]<br /><b>17.</b> παράτολμη [[πράξη]], αποτόλμημα<br /><b>αρχ.</b><br />η [[διάμετρος]] («[[άνοιγμα]] σφαίρας»).
}}
{{trml
|trtx====[[opening]]===
Armenian: բացում; Azerbaijani: açılış; Bulgarian: отваряне; Finnish: avaaminen, avautuminen; French: [[ouverture]]; Greek: [[άνοιγμα]]; Ancient Greek: [[ἄνοιξις]]; Hebrew: פתיחה; Hungarian: nyitás, kinyitás, felbontás, nyílás, kinyílás; Irish: oscailt; Kurdish Northern Kurdish: vekirin, vebûn; Norwegian Bokmål: åpning, åp; Portuguese: [[abertura]]; Romanian: deschidere; Russian: [[открытие]]; Ukrainian: відкриття
}}
}}