Anonymous

σιγαλός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
mNo edit summary
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sigalo/s
|Beta Code=sigalo/s
|Definition=Dor. for [[σιγηλός]] ([[quod vide|q.v.]]).
|Definition=Dor. for [[σιγηλός]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0878.png Seite 878]] dor. statt [[σιγηλός]], Pind.
}}
{{elnl
|elnltext=σιγαλός Dor. voor σιγηλός.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑγᾱλός:''' дор. = [[σιγηλός]].
}}
{{ls
|lstext='''σῑγᾱλός''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[σιγηλός]], Πινδ.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ςῑγᾱλός</b> [[silent]] σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92)
|sltr=<b>σῑγᾱλός</b> [[silent]] σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σιγηλός]], -ή, -ό / [[σιγαλός]] και [[σιγηλός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τηρεί [[σιγή]], [[σιωπηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν λέει [[πολλά]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να προκαλεί θόρυβο, [[αθόρυβος]], [[ήσυχος]], [[σιγανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται με [[αργό]] ρυθμό, [[βραδυκίνητος]], [[αργός]]<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[συνεσταλμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σιγαλά]] / <i>σιγηλῶς</i> ΝΑ<br /><b>1.</b> σιωπηλά, με [[σιγή]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, [[ήσυχα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[αργό]] ρυθμό, ήρεμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγή]] / <i>σιγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> / -<i>ᾱλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[σφριγηλός]], [[ὑψηλός]])].
|mltxt=και [[σιγηλός]], -ή, -ό / [[σιγαλός]] και [[σιγηλός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τηρεί [[σιγή]], [[σιωπηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν λέει [[πολλά]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να προκαλεί θόρυβο, [[αθόρυβος]], [[ήσυχος]], [[σιγανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται με [[αργό]] ρυθμό, [[βραδυκίνητος]], [[αργός]]<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[συνεσταλμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σιγαλά]] / <i>σιγηλῶς</i> ΝΑ<br /><b>1.</b> σιωπηλά, με [[σιγή]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, [[ήσυχα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[αργό]] ρυθμό, ήρεμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγή]] / <i>σιγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> / -<i>ᾱλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[σφριγηλός]], [[ὑψηλός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑγᾰλός:''' Δωρ. αντί [[σιγηλός]].
}}
}}
{{trml
{{trml