3,274,913
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[ἐξαιρετός]]) [[choice]], [[chosen]], [[select]], [[singled out]] | |||
}} | |||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr= | |sltr=[[ἐξαίρετος]], -ον</b> <br /> <b>a</b> [[chosen]], [[choice]] ἐξαίρετον Χαρίτων [[νέμομαι]] κᾶπον (O. 9.26) ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον [[ἀεῖσαι]] [[Διός]] (O. 10.24) ἐξαίρετον [[γόνον]] ἰδὼν κάλλιστον [[ἀνδρῶν]] (P. 4.122) [[ἔτι]] καὶ [[Πυθῶθεν]] Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.65) Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν (Pae. 9.42) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 23.<br /> <b>b</b> [[exceptional]] ἀνὴρ ἐξαίρετον [[ἕλε]] μόχθον (P. 2.30) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (N. 1.70) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 16: | Line 19: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαίρετος''': -ον, ὃν ἐκλέγων χωρίζει τις ἐξ ἄλλων, καὶ [[ἑπομένως]], 1) [[ἐπίλεκτος]], «διαλεκτός», [[ἐκλεκτός]], Λατ. eximius, Ἰθάκης ἐξαίρετοι κοῦροι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ θῆτές τε δμῶές τε; Ὀδ. Δ. 643˙ γυναῖκες... ἐξαίρετοι Ἰλ. Β. 227˙ ἕνα ἐξ. ἀποκρίνειν Ἡρόδ. 6. 130˙ - ἰδίως ἐπὶ λείας καὶ πραγμάτων διδομένων ὡς [[τεκμήριον]] ἰδιαζούσης [[τιμῆς]], μὴ ἀπονεμόμενος διὰ κλήρου, πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον [[ἄνθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 954˙ [[δώρημα]] ὁ αὐτ. Εὐμ. 402. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξ. τι διδόναι (ἴδε [[ἐξαιρέω]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 98., 3. 84˙ ἐξ. τι ἐκτῆσθαι ὁ αὐτ. 8. 140, 2˙ λαμβάνειν Ξεν. Κύρ. 4, 29, κτλ. 2) ἐξῃρημένος, ἐξαίρετον τιθέναι τινά, ἐξαιρεῖν αὐτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 822˙ ποιεῖσθαι Θουκ. 3. 68˙ δοῦναι Εὐρ. Ι. Τ. 755Ϗ οὐδ’ ἐστὶν ἐξ. ὥρα τις ἥν διαλείπει Δημ. 124. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 50˙ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα [[εἶναι]], νὰ [[εἶναι]] κεχωρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέραν χρῆσιν, Ἀνδοκ. 24. 21, πρβλ. Θουκ. 2. 24. 3) ἐξαιρετικός, οὐχὶ ὁ τυχών, οὐχὶ [[συνήθης]], [[τάχα]] δὲ παθὼν ἐοικότ’ ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, ἀλλὰ [[ταχέως]] ἔπαθεν ὁ ἀνὴρ ὅ,τι τῷ ἔπρεπε, κολασθεὶς δι’ ἐξαιρετικῆς τιμωρίας, περὶ τοῦ Ἰξίονος, [[ὅστις]] προσεδέθη ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐπὶ ἀειδινήτου τροχοῦ, Πίνδ. Π. 2, 54˙ οὐδὲν ἐξ. οὐδὲ [[ἴδιον]] πεποίημαι Δημ. 319. 21˙ ἐξ. τῷ δήμῳ Ἀνδοκ. 24. 19˙ ἐξ. αὐτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Αἰσχίν. 66. 23, πρβλ. Ἰσοκρ. 120 Α˙ [[στρατηγία]] ἐξ., [[ἔκτακτος]] στρατ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39˙ τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται, [[οὗτος]] [[μόνος]] ἔχει τὸ ἐξαιρετικὸν [[προνόμιον]] νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, Λυσ. 116. 26, πρβλ. Δημ. 631. 7. - Ἐπίρρ. [[ἐξαιρέτως]], [[ἐξαιρετικῶς]], [[ἰδίως]], πρὸ πάντων, Πλούτ. 2. 667F, κτλ., πρβλ. [[ἐξαιρέω]] ΙΙ. | |lstext='''ἐξαίρετος''': -ον, ὃν ἐκλέγων χωρίζει τις ἐξ ἄλλων, καὶ [[ἑπομένως]], 1) [[ἐπίλεκτος]], «διαλεκτός», [[ἐκλεκτός]], Λατ. eximius, Ἰθάκης ἐξαίρετοι κοῦροι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ θῆτές τε δμῶές τε; Ὀδ. Δ. 643˙ γυναῖκες... ἐξαίρετοι Ἰλ. Β. 227˙ ἕνα ἐξ. ἀποκρίνειν Ἡρόδ. 6. 130˙ - ἰδίως ἐπὶ λείας καὶ πραγμάτων διδομένων ὡς [[τεκμήριον]] ἰδιαζούσης [[τιμῆς]], μὴ ἀπονεμόμενος διὰ κλήρου, πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον [[ἄνθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 954˙ [[δώρημα]] ὁ αὐτ. Εὐμ. 402. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξ. τι διδόναι (ἴδε [[ἐξαιρέω]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 98., 3. 84˙ ἐξ. τι ἐκτῆσθαι ὁ αὐτ. 8. 140, 2˙ λαμβάνειν Ξεν. Κύρ. 4, 29, κτλ. 2) ἐξῃρημένος, ἐξαίρετον τιθέναι τινά, ἐξαιρεῖν αὐτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 822˙ ποιεῖσθαι Θουκ. 3. 68˙ δοῦναι Εὐρ. Ι. Τ. 755Ϗ οὐδ’ ἐστὶν ἐξ. ὥρα τις ἥν διαλείπει Δημ. 124. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 50˙ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα [[εἶναι]], νὰ [[εἶναι]] κεχωρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέραν χρῆσιν, Ἀνδοκ. 24. 21, πρβλ. Θουκ. 2. 24. 3) ἐξαιρετικός, οὐχὶ ὁ τυχών, οὐχὶ [[συνήθης]], [[τάχα]] δὲ παθὼν ἐοικότ’ ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, ἀλλὰ [[ταχέως]] ἔπαθεν ὁ ἀνὴρ ὅ,τι τῷ ἔπρεπε, κολασθεὶς δι’ ἐξαιρετικῆς τιμωρίας, περὶ τοῦ Ἰξίονος, [[ὅστις]] προσεδέθη ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐπὶ ἀειδινήτου τροχοῦ, Πίνδ. Π. 2, 54˙ οὐδὲν ἐξ. οὐδὲ [[ἴδιον]] πεποίημαι Δημ. 319. 21˙ ἐξ. τῷ δήμῳ Ἀνδοκ. 24. 19˙ ἐξ. αὐτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Αἰσχίν. 66. 23, πρβλ. Ἰσοκρ. 120 Α˙ [[στρατηγία]] ἐξ., [[ἔκτακτος]] στρατ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39˙ τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται, [[οὗτος]] [[μόνος]] ἔχει τὸ ἐξαιρετικὸν [[προνόμιον]] νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, Λυσ. 116. 26, πρβλ. Δημ. 631. 7. - Ἐπίρρ. [[ἐξαιρέτως]], [[ἐξαιρετικῶς]], [[ἰδίως]], πρὸ πάντων, Πλούτ. 2. 667F, κτλ., πρβλ. [[ἐξαιρέω]] ΙΙ. | ||
}} | }} |