3,274,921
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νησίς]], ῖδος, [Dim. of [[νῆσος]]<br />an [[islet]], Hdt., Thuc. | |mdlsjtxt=[[νησίς]], ῖδος, [Dim. of [[νῆσος]]<br />an [[islet]], Hdt., Thuc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[νησίς]])<br />μικρό [[νησί]], [[νησάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερυψωμένη [[λωρίδα]] στη [[μέση]] και [[κατά]] [[μήκος]] [[δρόμων]] διπλής κατεύθυνσης, η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, [[χωρίς]] να κινδυνεύουν, για να περάσουν τα τροχοφόρα<br /><b>2.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> μεμονωμένος [[λόφος]] που υψώνεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] εκτεταμένης πεδιάδας σαν [[νησί]] που αναδύεται από την [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τεχνητή [[νησίδα]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[εξέδρα]], ειδική [[πλωτή]] μεταλλική [[κατασκευή]] μεγάλων διαστάσεων που έχει τη [[δυνατότητα]] να παραμένει μόνιμα σε οριζόντια [[θέση]] και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και για [[άντληση]] πετρελαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[κρηνίς]], [[σεληνίς]])]. | |||
}} | }} |