3,271,359
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 51: | Line 51: | ||
==Wiktionary EL== | ==Wiktionary EL== | ||
η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή· στα νέα ελληνικά είναι συχνό φαινόμενο που εμφανίζεται είτε με την μετατροπή του πρώτου φωνήεντος σε ημίφωνο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾ.'ði.a/ > /kaɾ.ˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /'i.li.os/ > /'i.ljos/ > /ˈi.ʎos/). | η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή· στα νέα ελληνικά είναι συχνό φαινόμενο που εμφανίζεται είτε με την μετατροπή του πρώτου φωνήεντος σε ημίφωνο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾ.'ði.a/ > /kaɾ.ˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /'i.li.os/ > /'i.ljos/ > /ˈi.ʎos/). | ||
= | {{wkten | ||
[[synizesis]] | |wkttx=[[synizesis]] | ||
# (poetry) A poetic figure of speech in which two consecutive vowel sounds in the same word are pronounced as a single phoneme so that certain words adhere to a particular poetic meter. | # (poetry) A poetic figure of speech in which two consecutive vowel sounds in the same word are pronounced as a single phoneme so that certain words adhere to a particular poetic meter. | ||
Line 58: | Line 58: | ||
# (medicine) An obliteration of the pupil of the eye. | # (medicine) An obliteration of the pupil of the eye. | ||
# (biology) Dense clumping of chromosomes on one side of the nucleus, sometimes occurring prior to cell division. | # (biology) Dense clumping of chromosomes on one side of the nucleus, sometimes occurring prior to cell division. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[βούλιασμα]]). Ἀπό τό [[συνιζάνω]] (=[[κατακαθίζω]], [[βυθίζομαι]]) → σύν + [[ἱζάνω]] (=[[καθίζω]]) πού [[ἔχει]] τήν ἴδια ρίζα μέ τά: [[ἕζομαι]], [[ἵζω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |mantxt=(=[[βούλιασμα]]). Ἀπό τό [[συνιζάνω]] (=[[κατακαθίζω]], [[βυθίζομαι]]) → σύν + [[ἱζάνω]] (=[[καθίζω]]) πού [[ἔχει]] τήν ἴδια ρίζα μέ τά: [[ἕζομαι]], [[ἵζω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | ||
}} | }} |