Anonymous

συνίζησις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 51: Line 51:
==Wiktionary EL==
==Wiktionary EL==
η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή· στα νέα ελληνικά είναι συχνό φαινόμενο που εμφανίζεται είτε με την μετατροπή του πρώτου φωνήεντος σε ημίφωνο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾ.'ði.a/ > /kaɾ.ˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /'i.li.os/ > /'i.ljos/ > /ˈi.ʎos/).
η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή· στα νέα ελληνικά είναι συχνό φαινόμενο που εμφανίζεται είτε με την μετατροπή του πρώτου φωνήεντος σε ημίφωνο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾ.'ði.a/ > /kaɾ.ˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /'i.li.os/ > /'i.ljos/ > /ˈi.ʎos/).
==Wiktionary EN==
{{wkten
[[synizesis]]
|wkttx=[[synizesis]]


# (poetry) A poetic figure of speech in which two consecutive vowel sounds in the same word are pronounced as a single phoneme so that certain words adhere to a particular poetic meter.
# (poetry) A poetic figure of speech in which two consecutive vowel sounds in the same word are pronounced as a single phoneme so that certain words adhere to a particular poetic meter.
Line 58: Line 58:
# (medicine) An obliteration of the pupil of the eye.
# (medicine) An obliteration of the pupil of the eye.
# (biology) Dense clumping of chromosomes on one side of the nucleus, sometimes occurring prior to cell division.
# (biology) Dense clumping of chromosomes on one side of the nucleus, sometimes occurring prior to cell division.
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βούλιασμα]]). Ἀπό τό [[συνιζάνω]] (=[[κατακαθίζω]], [[βυθίζομαι]]) → σύν + [[ἱζάνω]] (=[[καθίζω]]) πού [[ἔχει]] τήν ἴδια ρίζα μέ τά: [[ἕζομαι]], [[ἵζω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
|mantxt=(=[[βούλιασμα]]). Ἀπό τό [[συνιζάνω]] (=[[κατακαθίζω]], [[βυθίζομαι]]) → σύν + [[ἱζάνω]] (=[[καθίζω]]) πού [[ἔχει]] τήν ἴδια ρίζα μέ τά: [[ἕζομαι]], [[ἵζω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}