Anonymous

δυσωπέω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
mNo edit summary
 
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κάνω κάποιον νά κατεβάσει τά μάτια μέ ἐπίμονες παρακλήσεις, παρακαλῶ ἐπίμονα). Ἀπό τό δυσ+[[ὄψ]] -[[ὀπός]] τοῦ [[ὁράω]] -ῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[δυσώπημα]] (=μέσο διόρθωσης), [[δυσώπησις]] (=ἐπίμονη παράκληση), [[δυσωπητικός]], [[δυσωπία]] (=[[ντρόπιασμα]]), [[ἀδυσώπητος]] (=[[ἄκαμπτος]]).
|mantxt=(=κάνω κάποιον νά κατεβάσει τά μάτια μέ ἐπίμονες παρακλήσεις, παρακαλῶ ἐπίμονα). Ἀπό τό δυσ+[[ὄψ]] -[[ὀπός]] τοῦ [[ὁράω]] -ῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[δυσώπημα]] (=μέσο διόρθωσης), [[δυσώπησις]] (=ἐπίμονη παράκληση), [[δυσωπητικός]], [[δυσωπία]] (=[[ντρόπιασμα]]), [[ἀδυσώπητος]] (=[[ἄκαμπτος]]).
}}
{{trml
|trtx====[[disapprove]]===
Belarusian: асуджаць, ганіць; Bulgarian: осъждам, порицавам; Chinese Mandarin: [[譴責]], [[谴责]]; Dutch: [[afkeuren]]; Esperanto: kondamni; Finnish: tuomita; French: [[désapprouver]]; German: [[missbilligen]]; Greek: [[αποδοκιμάζω]]; Ancient Greek: [[ἀποδοκιμάζω]], [[ἀποκρίνω]], [[δυσωπέω]], [[ἐπισαμαίνω]], [[ἐπισημαίνω]], [[θορυβέω]], [[μέμφομαι]]; Hungarian: kifogásol, helytelenít, elítél, rosszall, ellenez, rossznak talál, kárhoztat, nincs ínyére; Italian: [[disapprovare]]; Latin: [[improbo]], [[abdico]]; Polish: odrzucać, potępiać, skazać; Portuguese: [[desaprovar]]; Russian: [[осуждать]], [[порицать]]; Swedish: ogilla, misstycka, underkänna
}}
}}