Anonymous

ἀναφλάω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφλάω''': μέλλ. -άσω, [[μαλάσσω]] διὰ τῆς χειρὸς τὸ [[αἰδοῖον]], Λατ. [[masturbare]], - «ἀναφλᾶν· χειροτριβεῖν [[αἰδοῖον]]· οἱ δὲ στύειν, ἢ μαλάττειν» Ἡσύχ., - αἴ κ’ εἶδον ἀμὲ τὤνδρες [[ἀναπεφλασμένως]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1099, κτλ.
|lstext='''ἀναφλάω''': μέλλ. -άσω, [[μαλάσσω]] διὰ τῆς χειρὸς τὸ [[αἰδοῖον]], Λατ. [[masturbor]], - «ἀναφλᾶν· χειροτριβεῖν [[αἰδοῖον]]· οἱ δὲ στύειν, ἢ μαλάττειν» Ἡσύχ., - αἴ κ’ εἶδον ἀμὲ τὤνδρες [[ἀναπεφλασμένως]] Ἀριστοφ. Λυσ. 1099, κτλ.
}}
}}