Anonymous

δηλωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηλωτικός]], -ή, -όν) [[δηλώ]]<br />Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε [[δήλωση]], όποιος χρησιμεύει για [[δήλωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που γνωστοποιεί, ο [[ενδεικτικός]], ο [[προειδοποιητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δηλωτικό</i> (ενν. [[έγγραφο]])<br />το [[έγγραφο]] στο οποίο αναγράφεται η [[ονομασία]], η [[σημαία]], η [[χωρητικότητα]] και το [[φορτίο]] του πλοίου, το οποίο παραδίδεται από τον πλοίαρχο στις λιμενικές αρχές του λιμανιού στο οποίο έχει αράξει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες («τήν δηλωτικὴν ἔγγραφον ἀπόδειξιν»)<br /><b>2.</b> (για χορό) ο [[εκφραστικός]]»<br /><b>3.</b> [[εμφανής]], [[φανερός]]. II. <b>επίρρ.</b> <b>αρχ.</b> <i>δηλωτικῶς</i><br />[[φανερά]], λεπτομερειακά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηλωτικός]], -ή, -όν) [[δηλώ]]<br />Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε [[δήλωση]], όποιος χρησιμεύει για [[δήλωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που γνωστοποιεί, ο [[ενδεικτικός]], ο [[προειδοποιητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>δηλωτικό</i> (ενν. [[έγγραφο]])<br />το [[έγγραφο]] στο οποίο αναγράφεται η [[ονομασία]], η [[σημαία]], η [[χωρητικότητα]] και το [[φορτίο]] του πλοίου, το οποίο παραδίδεται από τον πλοίαρχο στις λιμενικές αρχές του λιμανιού στο οποίο έχει αράξει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες («τήν δηλωτικὴν ἔγγραφον ἀπόδειξιν»)<br /><b>2.</b> (για χορό) ο [[εκφραστικός]]»<br /><b>3.</b> [[εμφανής]], [[φανερός]]. II. <b>επίρρ.</b> <b>αρχ.</b> <i>δηλωτικῶς</i><br />[[φανερά]], λεπτομερειακά.
}}
{{trml
|trtx====[[visible]]===
Afrikaans: sigbaar; Albanian: dukshëm; Arabic: مَنْظُور; Armenian: տեսանելի; Asturian: visible; Belarusian: бачны; Breton: hewel; Bulgarian: видим; Catalan: visible; Chinese Mandarin: [[看得見]], [[看得见]], [[可看見的]], [[可看见的]]; Czech: viditelný; Danish: synlig; Dutch: [[zichtbaar]], [[zichtbare]]; Esperanto: videbla; Finnish: näkyvä; French: [[visible]]; Old French: voiable; Galician: visible; Georgian: შესამჩნევი, დასანახი, ხედვადი; German: [[sichtbar]]; Gothic: 𐌰𐌽𐌰𐍃𐌹𐌿𐌽𐍃; Greek: [[ορατός]], [[φανερός]]; Ancient Greek: [[ἄποπτος]], [[δῆλος]], [[δηλωτικός]], [[δίαλος]], [[δρατός]], [[εἴδελος]], [[εἴσοπτος]], [[εἰσωπός]], [[ἔκδηλος]], [[ἐκφανής]], [[ἐμφανής]], [[ἐμφάνιος]], [[ἐναργής]], [[ἔνοπτος]], [[ὁρητός]], [[ὁρατός]], [[φανερός]]; Haitian Creole: vizib; Hebrew: נראה; Hungarian: látható; Icelandic: sýnilegur; Irish: infheicthe, sofheicthe, le feiceáil, feicseanach; Italian: [[visibile]]; Japanese: 見える, 目に見える, 顕在する; Korean: 보이는; Kurdish Central Kurdish: دیار; Latin: [[spectabilis]], [[visibilis]]; Latvian: redzams; Macedonian: видлив; Manx: so-akin; Maori: ari; Norwegian: synlig; Occitan: visible; Old Church Slavonic: видимъ; Old English: ġesewenlīċ; Old French: veable; Persian: پیدا, هویدا, ویدا; Plautdietsch: sechtboa; Polish: widoczny, widzialny; Portuguese: [[visível]]; Punjabi: ਦ੍ਰਿਸ਼ਟੀਗੋਚਰ; Romanian: vizibil; Russian: [[видимый]]; Sanskrit: दृश्य, दृष्ट; Serbo-Croatian Cyrillic: вѝдљив, ви̑дан, уо̀чљив; Roman: vìdljiv, vȋdan, uòčljiv; Spanish: [[visible]]; Swedish: synlig; Tagalog: tahaw, nakikita; Ukrainian: видимий, видний; Vietnamese: nhìn thấy được, khả kiến; Walloon: veyåve
}}
}}