Anonymous

συστολή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr."
(13_5)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(41 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=systoli
|Transliteration C=systoli
|Beta Code=sustolh/
|Beta Code=sustolh/
|Definition=ἡ, (συστέλλω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drawing together, drawing up, contraction</b>, <b class="b3">σ. εἰς αὑτάς</b> (of souls in pain) Plu.2.564b; [τὴν ψυχὴν] ποτὲ μὲν εἰς ἡδονὰς καὶ διαχύσεις ἄγεσθαι, ποτὲ δὲ εἰς οἴκτους καὶ συστολάς <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Harm.</span>3.7</span>; <b class="b3">λύπη ἐστὶν ἄλογος σ</b>. <span class="title">Stoic.</span>3.95, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>77</span>, Zeno Stoic.1.51, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>410</span>; esp. in Medic., a <b class="b2">contraction</b> of the heart or lungs, opp. <b class="b3">διαστολή</b>, Herophil. ap. <span class="title">Placit.</span>4.22.3; σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ σ. καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Gal.8.700; of other organs, [<b class="b3">τῆς μήτρας</b>] <span class="bibl">Sor.1.70b</span>; συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς ἄρθρα <span class="bibl">Alex.Trall. <span class="title">Verm.</span>p.589</span> P., cf. Gal.18(2).128. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">contraction, limitation</b>, συστολῆς μᾶλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῖσθαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>60</span>, cf. <span class="bibl">2.135a</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">abasing, taking down</b>, ib.<span class="bibl">544e</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Gramm., <b class="b2">change of a long vowel into a short</b>, e.g. <b class="b3">ξερόν</b> for <b class="b3">ξηρόν</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>281.7</span>; σ. Ἰωνικὴ ἢ ποιητική <span class="bibl"><span class="title">EM</span>735.51</span>; also <b class="b2">pronouncing as short</b> a syllable that is strictly long, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>25</span>, <span class="bibl">D.T.633.12</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.108</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> <b class="b2">lessening</b> of expenses, <b class="b2">retrenchment</b>, <span class="bibl">Plb.27.13.4</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.71</span> J. (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">6</span> <b class="b2">spareness, tenuity</b>, τῶν ἀγαλμάτων <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">7</span> <b class="b2">pusillanimity</b>, <span class="bibl">Poll.5.122</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">8</span> <b class="b2">fasting</b>, <span class="bibl">Sor.1.49</span>, <span class="bibl">2.15</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">9</span> in fevers, <b class="b2">remission</b>, <span class="bibl">Alex.Trall.<span class="title">Febr.</span>4</span>; but also a <b class="b2">chill</b>, the <b class="b2">cold stage</b> of ague, Gal.7.428.</span>
|Definition=ἡ, ([[συστέλλω]])<br><span class="bld">A</span> [[drawing together]], [[drawing up]], [[contraction]], <b class="b3">σ. εἰς αὑτάς</b> (of souls in pain) Plu.2.564b; [τὴν ψυχὴν] ποτὲ μὲν εἰς ἡδονὰς καὶ διαχύσεις ἄγεσθαι, ποτὲ δὲ εἰς οἴκτους καὶ συστολάς Ptol. ''Harm.''3.7; <b class="b3">λύπη ἐστὶν ἄλογος σ.</b> ''Stoic.''3.95, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 77, Zeno Stoic.1.51, Epicur.''Fr.''410; especially in Medic., a [[contraction]] of the heart or lungs, opp. [[διαστολή]], Herophil. ap. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.22.3; σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ σ. καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Gal.8.700; of other organs, [τῆς μήτρας] Sor.1.70b; συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς ἄρθρα Alex.Trall. ''Verm.''p.589 P., cf. Gal.18(2).128.<br><span class="bld">2</span> [[contraction]], [[limitation]], συστολῆς μᾶλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῖσθαι Plu.''Caes.''60, cf. 2.135a.<br><span class="bld">3</span> [[abasing]], [[taking down]], ib.544e.<br><span class="bld">4</span> Gramm., [[change of a long vowel into a short]], e.g. [[ξερόν]] for [[ξηρόν]], A.D.''Synt.''281.7; σ. Ἰωνικὴ ἢ ποιητική ''EM''735.51; also [[pronouncing as short]] a syllable that is strictly long, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25, D.T.633.12, S.E.''M.''1.108.<br><span class="bld">5</span> [[lessening]] of expenses, [[retrenchment]], Plb.27.13.4, Phld.''Oec.''p.71 J. (pl.).<br><span class="bld">6</span> [[spareness]], [[tenuity]], τῶν ἀγαλμάτων Demetr.''Eloc.''14.<br><span class="bld">7</span> [[pusillanimity]], Poll.5.122.<br><span class="bld">8</span> [[fasting]], Sor.1.49, 2.15, al.<br><span class="bld">9</span> in fevers, [[remission]], Alex.Trall.''Febr.''4; but also a [[chill]], the [[cold stage]] of ague, Gal.7.428.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] ἡ, das Zusammenziehen, Abkürzen, Vermindern; bes. Einschränkung der Ausgaben, Sparsamkeit, Pol. 27, 12, 4; Ggstz [[πρόσθεσις]], Plut. Caes. 60. Bei den Gramm. die Veränderung eines langen Vocals in einen kurzen, z. B. ἔσαν statt [[ἦσαν]]; auch die kurze Aussprache einer eigentlich langen Sylbe.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] ἡ, das [[Zusammenziehen]], [[Abkürzen]], [[Vermindern]]; bes. [[Einschränkung]] der Ausgaben, [[Sparsamkeit]], Pol. 27, 12, 4; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[πρόσθεσις]], Plut. Caes. 60. Bei den Gramm. die Veränderung eines langen Vocals in einen kurzen, z. B. ἔσαν statt [[ἦσαν]]; auch die kurze Aussprache einer eigentlich langen Sylbe.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[resserrement]], [[contraction]], <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[systole]], [[mouvement de contraction du cœur]];<br /><b>2</b> [[resserrement sur soi-même]];<br /><b>3</b> [[resserrement]], [[restriction]] <i>en gén.</i><br /><b>4</b> [[répression]];<br /><b>II.</b> [[abrégement]], [[prononciation brève d'une syllabe longue]].<br />'''Étymologie:''' [[συστέλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συστολή -ῆς, ἡ [συστέλλω] [[samentrekking]]. overdr. [[beperking]], [[inperking]].
}}
{{elru
|elrutext='''συστολή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сокращение]], [[сжатие]] Plut., Diog. L.;<br /><b class="num">2</b> [[ограничение]], [[уменьшение]] Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[сокращение расходов]], [[бережливость]] Polyb.;<br /><b class="num">4</b> [[подавление]], [[усмирение]] ([[κατάπληξις]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">5</b> грам. [[сокращение долгого слога]] (напр. в [[ἔσαν]] вм. [[ἦσαν]] Sext.) или [[краткое произнесение долгого слога]] Plut.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συστέλλω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συστέλλω]], ο [[περιορισμός]] σε όγκο ή σε [[έκταση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύσπαση]] ενός οργάνου του σώματος, όπως λ.χ. της καρδιάς ή της μήτρας, που προκαλεί [[σμίκρυνση]] τών κοιλοτήτων του («[[σφυγμός]] ἐστι διαστολὴ καὶ συστολὴ καρδίας καὶ ἀρτηριῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[τροπή]] μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> [[φαινόμενο]] αντίθετο της διαστολής το οποίο συνίσταται στη [[μείωση]] τών γεωμετρικών διαστάσεων τών σωμάτων και οφείλεται στη [[μεταβολή]] της θερμοκρασίας τους («[[συστολή]] τών μετάλλων»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ντροπαλότητα]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> [[διαδικασία]] γενικής φύσεως, η οποία οδηγεί στη [[συμπύκνωση]] μεγάλων μαζών στο Σύμπαν υπό την [[επίδραση]] εσωτερικών δυνάμεων βαρύτητας<br /><b>4.</b> <b>φυσιολ.</b> μυϊκή [[σύσπαση]], [[δηλαδή]] [[βράχυνση]] ενός μυός, ο [[οποίος]] διογκώνεται και σκληραίνει υπό την [[επίδραση]] ενός κατάλληλου ερεθίσματος, [[γεγονός]] που επιτρέπει την [[ανάπτυξη]] μιας δύναμης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συστολή]] τών μηκών»<br /><b>φυσ.</b> [[φαινόμενο]], στα πλαίσια της θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν, σύμφωνα με το οποίο το [[μήκος]] ενός σώματος φαίνεται, όταν μετρείται από έναν κινούμενο παρατηρητή, μικρότερο από την πραγματική [[τιμή]] του, όπως αυτή προσδιορίζεται από έναν ακίνητο σε [[σχέση]] με το [[σώμα]] παρατηρητή<br />β) «[[συστολή]] φλέβας ρευστού»<br /><b>φυσ.</b> [[φαινόμενο]] που συνίσταται στη [[σύσφιγξη]] μιας φλέβας ρευστού το οποίο διαφεύγει από μια μικρή οπή ή από ένα [[ακροφύσιο]] και το οποίο οφείλεται στην επιφανειακή [[τάση]] του ρευστού<br /><b>μσν.</b><br />[[πτώση]] του πυρετού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μείωση]], [[περιστολή]] («συστολῆς μᾶλλον ἢ προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῖσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελάττωση]] δαπανών<br /><b>3.</b> [[νηστεία]]<br /><b>4.</b> [[μικροψυχία]]<br /><b>5.</b> το συνεσταλμένο [[σχήμα]] («[[ὥσπερ]] τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν [[τέχνη]] ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ ἡ [[ἰσχνότης]]», Δημήτρ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπείνωση]], [[εξευτελισμός]]<br /><b>7.</b> <b>(μετρ.)</b> η [[μέτρηση]] μακρού φωνήεντος ή διφθόγγου ως βραχέος φθόγγου [[πριν]] από [[άλλο]] [[φωνήεν]] [[μέσα]] σε [[κείμενο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συστολή:''' ἡ ([[συστέλλω]]), [[συμμάζεμα]], [[ζάρωμα]], [[συρρίκνωση]], [[ελάττωση]], [[περιορισμός]], σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''συστολή''': ἡ, ([[συστέλλω]]) τὸ συστέλλεσθαι, συμμάζωμα, ἡ εἰς ἑαυτὸν σ. Πλούτ. 2. 564Β· παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς, νοσηρὰ [[σύσπασις]] ἢ σπασμὸς τῆς καρδίας, Ἡρόφιλ. παρὰ Πλουτ. 2. 903F, Διογ. Λ. 111, Γαλην. 2, 256. 2) [[περιορισμός]], συστολῆς [[μᾶλλον]] ἢ προσθέσεως δεῖσθαι τὰς τιμὰς Πλουτ. Καῖσ. 60, πρβλ. 2. 135C. 3) μεταφορ., [[καταστολή]], καταπλήξεως καὶ συστολῆς [[ἕνεκα]] καὶ τοῦ ταπεινῶσαι [[αὐτόθι]] 2. 544Ε, κτλ.· παρὰ τοῖς γραμματ. ἡ μεταβολὴ μακροῦ φωνήεντος εἰς βραχύ, π.χ. [[ἔσαν]] ἀντὶ ἦσαν· καὶ τὸ προφέρειν συλλαβὴν ὡς βραχεῖαν ἐν ᾧ [[κυρίως]] [[εἶναι]] μακρά ― οὕτω καὶ ἐν τῇ μουσικῇ. 4) περιορισμὸς ἢ ἐλλάτωσις τῶν δαπανῶν, Πολύβ. 27. 12, 4. 5) τὸ συνεσταλμένον, [[ὥσπερ]] τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν [[τέχνη]] ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ [[ἰσχνότης]] Δημήτρ. Φαληρ. § 14. 6) [[μικροψυχία]], Πολυδ. Ε΄, 122, [[αὐτόθι]] Δαμάσκ. ― Λέξις τῶν μεταγενεστέρων, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διαστολή]].<br />ἡ, παρὰ Σωρ. Ἐφ. σ. 70, 79, 210, 211, ἔκδ. Erm. ἔχει ἡ [[λέξις]] αὕτη πλὴν τῶν ἄλλων σημασιῶν της καὶ τὴν τῆς ἀσιτίας ἢ νηστείας, ὡς ἔχει καὶ τὸ συστέλλειν τὴν τοῦ νηστεύειν ἐν σ. 209, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συστολή]], ἡ, [[συστέλλω]]<br />a [[drawing]] [[together]], [[contraction]], [[limitation]], Plut.
}}
}}