Anonymous

καταλύσιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katalysimos
|Transliteration C=katalysimos
|Beta Code=katalu/simos
|Beta Code=katalu/simos
|Definition=[ῠ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be dissolved</b> or <b class="b2">done away</b>, κακόν <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1247</span> (lyr.).</span>
|Definition=[ῠ], ον, to [[be dissolved]] or [[done away]], κακόν S.''El.''1247 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[facile à dissoudre]], [[à faire cesser]].<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλύσιμος:''' (ῠ) устранимый, искоренимый (κακὸν οὐ καταλύσιμον Soph.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[καταλύσιμος]], -ον) [[κατάλυσις]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για τρόφιμα) [[εκείνος]] του οποίου επιτρέπεται η [[κατάλυση]] σε ημέρες νηστείας («το [[λάδι]] [[είναι]] καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, [[εκτός]] του Μεγάλου Σαββάτου»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που [[πρέπει]] να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταλύσιμος:''' -ον, αυτός που πρέπει να διαλυθεί ή να καταργηθεί, σε Σοφ.
}}
{{ls
|lstext='''καταλύσιμος''': -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταλύσιμος]], ον<br />to be dissolved or done [[away]], Soph.
}}
}}