Anonymous

ἐπίφθεγμα: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epifthegma
|Transliteration C=epifthegma
|Beta Code=e)pi/fqegma
|Beta Code=e)pi/fqegma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">refrain</b>, <b class="b3">παιανικὸν ἐ</b>., of the refrain <b class="b3">ἰὴ Παιάν</b>, <span class="bibl">Ath.15.696f</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">interjection</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>52.26</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[refrain]], παιανικὸν ἐπίφθεγμα, of the [[refrain]] [[ἰὴ Παιάν]], ''Ath.15.696f''.<br><span class="bld">II</span> [[interjection]], ''A.D.Synt.''52.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] τό, das dabei, dagegen Gesagte, Gesungene, Sp.; so heißt ἰώ ἐπίφθ. παιανικόν, Ath. XV, 696 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] τό, das dabei, dagegen Gesagte, Gesungene, Sp.; so heißt ἰώ ἐπίφθ. παιανικόν, Ath. XV, 696 e.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίφθεγμα:''' ατος τό [[возглас]], [[восклицание]], грам. [[междометие]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐπίφθεγμα''': τό, πᾶν ὅ,τι προφέρεται [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπιτίμησις]], [[ἐπίπληξις]], ἀπειλή, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 140, 23, Εὐσ. Ἀποσπασμάτ. σ. 142, 29, κλ. ΙΙ. [[ἐπιφώνημα]], ὡς τὸ [[ὤμοι]] ἐγὼ Ἀπολλ. Δ. περὶ Ἐπιρρ. 537, 10· κλητικὸν [[ἐπίφθεγμα]] τὸ ὦ ὁ αὐτ. περὶ Συντ. 52, 26· παιωνικὸν [[ἐπίφθεγμα]] Ἀθήν. 696F. ΙΙΙ. ἡ [[προσθήκη]] χορικῆς ᾠδῆς, ἥτις [[ὡσαύτως]] καλεῖται καὶ ἐπιφθεγματικὸν [[σύστημα]], «ἔστι δέ τινα καὶ τὰ καλούμενα ἐπιφθεγματικά, ἃ διαφέρει [[ταύτῃ]] τῶν ἐφυμνίων, ὅτι τὰ μὲν ἐφύμνια ὡς πρὸς τὸν νοῦν συντελεῖ, τὰ δὲ ἐπιφθεγματικὰ ἐκ περιττοῦ ὡς πρὸς τὸ λεγόμενον τῇ στροφῇ πρόσκειται» Ἡφαιστ. 130, «τοῦτο οὐκ ἔστιν [[ἐπῳδός]]... ἀλλὰ καλεῖται [[σύστημα]] ἐπιφθεγματικὸν» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 338.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπίφθεγμα]]) [[επιφθέγγομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο [[άνθρωπος]] οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί [[κοντά]] του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]], [[τσάκισμα]] («παιωνικὸν [[ἐπίφθεγμα]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> ό,τι λέγεται για [[επίπληξη]] («[[καθάπερ]] βακτηρίαν τινὰ τὸ [[ἐπίφθεγμα]] τοῦτο ὀρέγων», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[επιφώνημα]] («κλητικὸν [[ἐπίφθεγμα]]», Απολλ. Δύσκ.).
}}
}}