3,274,919
edits
(13_1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0368.png Seite 368]] von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0368.png Seite 368]] von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀργᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ὄργανου, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 12· τὰ ὀργ. μέρη ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 1, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· αἱ ὀργ. ἀρεταί, ἐπὶ δούλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13, 2· ὀργ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαὶ Πλούτ. 2. 718Ε· - ἰδίως ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἡ ὀργαν. βία Διόδ. 17. 43, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 4· - ἐπὶ μουσικῆς, Πλούτ. 2. 657D. Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ μέσου ὀργάνων, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 7· τὸ κινοῦν ὀργ. ὀ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 10, 9. | |||
}} | }} |