Anonymous

διακονέω: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_7_1)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0582.png Seite 582]] ion. [[διηκονέω]]; ἐδιακόνουν, ἐδιακόνησα, δεδιακόνηκα, ἐδιακονήθησαν Dem. 50, 2, δεδιακονημένοι 51, 7, nach Möris schlechtere Formen διηκόνουν, z. B. Matth. 411, auch Eur. Cycl. 406, δεδιηκόνηκα; <b class="b2">dienen, bedienen, aufwarten</b>; οὐδὲν [[διαφερόντως]] τῶν δούλων Plat. Legg. VII, 805 c; ὡς βλακικῶς δ. Ar. Av. 1323; δεσπότῃ Dem. 19, 69; τινὶ ὅτι ἂν δεηθῇ, Her. 4, 154, d. i. einen Dienst leisten; τὰ τοιάδε ἡμῖν Plat. Polit. 290 a; αὐτῷ τοσαῦτα Anacr. 14, 17; [[μέθυ]] [[ἐμοί]] 30, 6; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Plat. Rep. V, 466 e, verrichten; μηδὲν ἐπὶ δώροις Legg. XII, 955 d; – γάμους, ausrichten, anordnen, vom Koch, Posidipp. Ath. IX, 377 a; vgl. auch Men. Ath. VI, 245 c. – Med. sich selbst bedienen, ἑαυτῷ Soph. Phil. 287; vgl. Ar. Ach. 1017; Plat. Legg. VI, 763 a; auch = act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehülfen in Liebessachen, Luc. merc. cond. 27; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen, Asin. 53. [[διακόνημα]], τό, 1) Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175 e; Arist. Polit. 1, 7. – 2) = Hausgeräth; Ath. VI 274 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0582.png Seite 582]] ion. [[διηκονέω]]; ἐδιακόνουν, ἐδιακόνησα, δεδιακόνηκα, ἐδιακονήθησαν Dem. 50, 2, δεδιακονημένοι 51, 7, nach Möris schlechtere Formen διηκόνουν, z. B. Matth. 411, auch Eur. Cycl. 406, δεδιηκόνηκα; <b class="b2">dienen, bedienen, aufwarten</b>; οὐδὲν [[διαφερόντως]] τῶν δούλων Plat. Legg. VII, 805 c; ὡς βλακικῶς δ. Ar. Av. 1323; δεσπότῃ Dem. 19, 69; τινὶ ὅτι ἂν δεηθῇ, Her. 4, 154, d. i. einen Dienst leisten; τὰ τοιάδε ἡμῖν Plat. Polit. 290 a; αὐτῷ τοσαῦτα Anacr. 14, 17; [[μέθυ]] [[ἐμοί]] 30, 6; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Plat. Rep. V, 466 e, verrichten; μηδὲν ἐπὶ δώροις Legg. XII, 955 d; – γάμους, ausrichten, anordnen, vom Koch, Posidipp. Ath. IX, 377 a; vgl. auch Men. Ath. VI, 245 c. – Med. sich selbst bedienen, ἑαυτῷ Soph. Phil. 287; vgl. Ar. Ach. 1017; Plat. Legg. VI, 763 a; auch = act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehülfen in Liebessachen, Luc. merc. cond. 27; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen, Asin. 53. [[διακόνημα]], τό, 1) Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175 e; Arist. Polit. 1, 7. – 2) = Hausgeräth; Ath. VI 274 b.
}}
{{ls
|lstext='''διᾱκονέω''': Ἰων. διηκ-· παρατ. ἐδιακόνουν Εὐρ. Κύκλ. 406 (Ilerm.), Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἐνδυμ. 2, Νικόστρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 5. 84· μεταγεν. καὶ διηκόνουν Ν. Δ.· μέλλ. -ήσω Ἡρόδ., Πλάτ.· - ἀόρ. διηκόνησα Ἀριστείδ., ἀπαρ. διακονῆσαι Ἀντιφῶν 113. 10· πρκμ. δεδιηκόνηκα Ἀρχέδικ. Θησ. 2, πρβλ. Μοῖρ. 121. - Μέσ., παρατ. διηκονούμην Λουκ. Φιλοψ. 35· μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ.· ἀόρ. διηκονησάμην ὁ αὐτ. -Παθ., μέλλ. δεδιακονήσομαι Ἰωσηπ. Α. Ι. 18. 8, 7· ἀόρ. ἐδιακονήθην Δημ. 1206. 19· πρκμ. δεδιακόνημαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ ([[διάκονος]]). ‘Υπηρετῶ, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας, ἀπολ., Εὐρ. Ἴωνι 397, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323· [[μετὰ]] δοτ. προσ., Δημ. 362, ἐν τέλ., κτλ.· δ. διακονικά ἔργα Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 7· δ. ὑποθήκαις τινὸς Ἀντιφῶν 113. 19· δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Ποσείδιπ. Ἀποκλ. 1· δ. [[πρός]] τι, εἶμαι [[ὠφέλιμος]], συντελεστικὸς εἴς τι..., Πλάτ. Πολ. 371D. - Μέσ., ὑπηρετῶ εἰς τὰς ἀνάγκας μου, ὑπηρετῶ ἐμαυτόν, Σοφ. Φ. 287· αὑτῷ διακονεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1017· διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς, ἐνεργοῦντες ὡς ὑπηρέται καὶ ὑπηρετοῦντες ἑαυτούς, Πλάτ. Νόμ. 763Α· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., [[οἶνον]] ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Λουκ. Ὄν. 53. 2) εἶμαι [[διάκονος]] ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 10 καὶ 13, Ἐκκλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[παρέχω]], χορηγῶ, Λατ. ministrare, τινι ὅ τι ἂν δεηθῇ Ἡρόδ. 4. 154, Πλάτ. Πολιτ. 290Α· δ. γάμους Ποσείδιπ. Χορ. 1. 19. - Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγοῦμαι, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] Δημ. 1206. 18· τῶν [[καλῶς]] δεδιακονημένων ὁ αὐτ. 1230. 10.
}}
}}