Anonymous

ἀνακράζω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_4)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0193.png Seite 193]] (s. [[κράζω]]), aufschreien, meist im aor. II. ἀνέκραγον, Xen. An. 6, 4, 22; Theocr. 16, 12; Hom. Od. 14, 467, eine lange Rede anfangen; so τί, Pind. N. 7, 76; vgl. Antiph. 5, 44, u. oft bei Sp., auch für: gerade heraussagen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0193.png Seite 193]] (s. [[κράζω]]), aufschreien, meist im aor. II. ἀνέκραγον, Xen. An. 6, 4, 22; Theocr. 16, 12; Hom. Od. 14, 467, eine lange Rede anfangen; so τί, Pind. N. 7, 76; vgl. Antiph. 5, 44, u. oft bei Sp., auch für: gerade heraussagen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνακράζω''': μέλλ. -κράξομαι Ἑβδ.: ἀόρ. ἀνέκρᾰγον· [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ εὐχρηστότατος [[χρόνος]]· μεταγεν. ἀνέκραξα Ἑβδ. (ἴδε [[κράζω]]): [[κράζω]] ἰσχυρῶς, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, ἐπὶ ἀνδρῶν, [[ἐπεὶ]]... ἀνέκραγον Ὀδ. Ξ. 467· εἴ τι [[πέραν]]... ἀνέκραγον, ἂν ὕψωσα τὴν φωνήν μου περισσότερον τοῦ δέοντος, Πινδ. Ν. 7. 112· ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 670, πρβλ. Σφ. 1311, κτλ.· οὐκ ἀνέκραγεν, ἐπὶ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Ἀντιφῶν 134. 29· - ἑπομένης ἀναφ. ἢ εἰδ. προτάσεως, ἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 431, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1, 14· τηλικαῦτ’ ἀνεκράγετε, ὡς..., Δημ. 583. 17· μετ’ ἀπαρ. ἀνακραγόντων βάλλειν... Πλουτ. Φωκ. 34. 2) σπαν. ἐπὶ ζῴων, ἂν γλαῦξ ἀνακράγῃ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 5. 11.
}}
}}