Anonymous

ἀπομαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_20
(c2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] (s. [[μαίνομαι]]), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] (s. [[μαίνομαι]]), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπομαίνομαι''': παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι [[μέχρι]] μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.
}}
}}