Anonymous

ἄκμων: Difference between revisions

From LSJ
1,619 bytes added ,  5 August 2017
6_19
(13_5)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0075.png Seite 75]] ον, ([[κάμνω]]), unermüdlich, λόγχης, nicht mit dem Speer zu ermüden, Aesch. Pers. 51, wo andere erkl. Ambos gegen den Speerwurf; Callim. Dian. 146. ονος, ὁ ([[καμεῖν]]? α priv. oder intens.?), 1) der Ambos, Hom. viermal, Od. 3, 434. 8, 274 Iliad. 18, 476. 15, 19; – Her. 1, 68; Pind. P. 1, 86; Sp. – 2) eine Wolfsart, Opp. C. 3, 326.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0075.png Seite 75]] ον, ([[κάμνω]]), unermüdlich, λόγχης, nicht mit dem Speer zu ermüden, Aesch. Pers. 51, wo andere erkl. Ambos gegen den Speerwurf; Callim. Dian. 146. ονος, ὁ ([[καμεῖν]]? α priv. oder intens.?), 1) der Ambos, Hom. viermal, Od. 3, 434. 8, 274 Iliad. 18, 476. 15, 19; – Her. 1, 68; Pind. P. 1, 86; Sp. – 2) eine Wolfsart, Opp. C. 3, 326.
}}
{{ls
|lstext='''ἄκμων''': -ονος, ὁ, κατ’ ἀρχὰς πιθαν. μετεωρικὸς [[λίθος]], κεραυνὸς (ἴδε ἐν τέλ.), [[χάλκεος]] [[ἄκμων]] [[οὐρανόθεν]] κατιών, Ἡσ. Θ. 722· πρβλ. 724. ΙΙ. ὁ [[ἄκμων]], τὸ ἀμόνι τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 476, Ὀδ. Θ. 274, Ἡρόδ. 1. 68: ― μεταφ., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν, Πινδ. Π. 1. 167· λόγχης ἄκμονες, ὡς ἄκμονες ἱκανοὶ νὰ ὑποφέρωσιν ἀκοντίσματα (ὡς ὁ Σχολ. ὑπολαμβάνει), Αἰσχύλ. Πέρσ. 51· [[οὕτως]] ὑπομένειν πληγὰς [[ἄκμων]], Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1· Τιρύνθιος [[ἄκμων]], ὅ ἐ. [[Ἡρακλῆς]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 146. 2) κόπανος, γουδοχέρι, «ἄκμονα, ἀλετρίβανον, Κύπριοι», Ἡσύχ. ΙΙΙ. = [[οὐρανός]], καὶ ἀκμονίδαι = οὐρανίδαι, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκμᾶνα 111 ([[ἔνθα]] ἴδε Bgk). ΙV. [[εἶδος]] ἀετοῦ, Ἡσύχ. V. [[εἶδος]] λύκου, Ὀππ. Κ. 3. 326· (πρὸς ταῖς ἀνωτέρω μνημονευθείσαις σημασίαις πρβλ. Σανσκρ. açmâ ([[λίθος]], μετεωρικὸς [[λίθος]]), açmaras (lapideus), Παλαιο-Σκανδιν. hamarr, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ hamar ([[σφυρίον]], hammer, ἀγγλ.), Λιθουαν. akmú ([[λίθος]]).
}}
}}