Anonymous

καβάλλης: Difference between revisions

From LSJ
6_19
(13_3)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1278.png Seite 1278]] ὁ, ein Gaul, Klepper; Antp. Sid. 2 (IX, 241); Hesych. erkl. [[ἐργάτης]] [[ἵππος]]; Plut. de aer. al. vit. 3 ὄνῳ τινὶ τῷ τυχόντι καὶ καβάλλῃ χρώμενος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1278.png Seite 1278]] ὁ, ein Gaul, Klepper; Antp. Sid. 2 (IX, 241); Hesych. erkl. [[ἐργάτης]] [[ἵππος]]; Plut. de aer. al. vit. 3 ὄνῳ τινὶ τῷ τυχόντι καὶ καβάλλῃ χρώμενος.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰβάλλης''': -ου, ὁ, [[ἐργάτης]] καὶ [[ἀχθοφόρος]] [[ἵππος]], Λατ. caballus, Γερμ. Gaul, Πλούτ. 2. 828Ε· - [[ἐντεῦθεν]] καβαλλάριος, ὁ [[ἱππεύς]], Προκ. ΙΙ. 289, 20, ὡς κύριον ὄνομ. Εὐάγρ. 2873Β, Ἰωάνν. Μόσχ. 2925Β, κλ.· - καβαλλαρικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἱππικόν, [[ἱππικός]], Θεοφαν. 557. 8, Λέοντ. Τακτ. 6. 2., 18 82, 10. - ὡς οὐσ. τὸ καβαλλαρικόν = τὸ ἱππικόν, ἡ [[ἵππος]]. Θεοφαν. 548. 19, κλ.
}}
}}