Anonymous

παρακελεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_6a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0482.png Seite 482]] (s. [[κελεύω]]), Einem Etwas gebieten, anrathen, τινί τι, Her. 1, 120; [[ὅπως]], 8, 15, wie Plat. Menex. 248 d; ermuntern, antreiben, sowohl absolut, sich gegenseitig durch Zuruf ermuntern, Her. 9, 102, als gew. τινί, Plat. Apol. 29 d; Thuc. 2, 88, der auch ἐν ἑαυτοῖς παρακελευόμενοι sagt, 4, 25; Xen. Hell. 1, 1, 4; Isocr. 4, 14 u. Folgde; oft c. int.; vgl. auch [[ἐπικελεύω]]. – Auch pass., τὰ λεγόμενα καὶ παρακελευόμενα ὑφ' ὴμῶν, Plat. Epist. VII, 333 a; vgl. Pol. 10, 39, 2, der auch das act. hat, 7, 16, 2, vgl. 16, 20, 8; so auch einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0482.png Seite 482]] (s. [[κελεύω]]), Einem Etwas gebieten, anrathen, τινί τι, Her. 1, 120; [[ὅπως]], 8, 15, wie Plat. Menex. 248 d; ermuntern, antreiben, sowohl absolut, sich gegenseitig durch Zuruf ermuntern, Her. 9, 102, als gew. τινί, Plat. Apol. 29 d; Thuc. 2, 88, der auch ἐν ἑαυτοῖς παρακελευόμενοι sagt, 4, 25; Xen. Hell. 1, 1, 4; Isocr. 4, 14 u. Folgde; oft c. int.; vgl. auch [[ἐπικελεύω]]. – Auch pass., τὰ λεγόμενα καὶ παρακελευόμενα ὑφ' ὴμῶν, Plat. Epist. VII, 333 a; vgl. Pol. 10, 39, 2, der auch das act. hat, 7, 16, 2, vgl. 16, 20, 8; so auch einzeln bei Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παρακελεύομαι''': ἀποθ., ἐντέλλομαί τινι νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, παραγγέλω, σοὶ ἕτερα τοσαῦτα Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. Θουκ. 7. 63, κτλ.· π. [[ταῦτα]], δίδω ταύτην τὴν συμβουλήν, Πλάτ. Ἀπολ. 31Β· - [[ὡσαύτως]], π. τινι μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 181. 2, Πλάτ. Συμπ. 221Α, κ. ἀλλ.· π. τινι μὴ ἀθυμεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 24· π. τινι [[ὅκως]] .. Ἡρόδ. 8. 15· ὅτι …, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1. 14· [[πρός]] τινα μὴ ὑπομένειν Αἰσχίν. 28. 5. ΙΙ. παρακινῶ, παρορμῶ, παραθαρρύνω, τινι Ἰσοκρ. 207Α, κτλ., Heind. εἰς Πλάτ. Φαίδωνα 60Ε· ὁ Νικίας τοιαῦτα παρακελευσάμενος, τοιούτους λόγους παρακελευστικοὺς εἰπών, Θουκ. 6. 69· [[κυρίως]] [[προτρέπω]], παρορμῶ εἰς πρᾶξιν [[μήπω]] ἀρξαμένην, πρβλ. ἐπικελεύω· - ἀπολ., ἀμοιβαίως παραθαρρύνω καὶ παραθαρρύνομαι διὰ φωνῶν, Ἡρόδ. 9. 102· ἀλληλοις π. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 11· ἐν ἑαυτοῖς π. Θουκ. 4. 25· πρβλ. [[διακελεύομαι]]. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] σπάνιον, [[οἷον]] ἐν Πολυβ. 7. 16, 2., 16. 20, 8· - ἀλλ’ ἔχομεν τὸν τύπον, παρακεκέλευστο, ἐπὶ παθητ. σημασίας, εἶχον δοθῆ διαταγαί, Ἡρόδ. 8. 93· τὰ παρακελευόμενα Πλάτ. Ἐπιστ. 333Α.
}}
}}