Anonymous

τόπος: Difference between revisions

From LSJ
4,535 bytes added ,  5 August 2017
6_15
(13_7_1)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ὁ, <b class="b2">Ort, Stelle</b>, Gegend, Land, auch Stadt, wofür wir ebenfalls Ort od. Platz brauchen; γᾶς ἔσχατον τόπον, Aesch. Prom. 416; εἰ μὴ στρατεύσεσθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, Pers. 776, u. oft; [[τίς]] [[τόπος]], [[τίς]] ἔδρα, Soph. Phil. 157; ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον, O. C. 56, u. öfter; Θρῄκηε ἐκ τόπων χειμερίων, Eur. Alc. 68; in Prosa überall; κατὰ τόπους καὶ κώμας, Plat. Critia. 119 a; τοὺς τῆς χώρας τόπους μεταλλάττονται, Legg. VI, 760 c; Sp.; ὁ [[τόπος]] τῆς χώρας, die Oertlichkeit, örtliche Beschaffenheit eines Landes, Dem. 4, 31; – τόπῳ τινός, anstatt, an der Stelle, Hdn. 2, 14 u. a. Sp.; – ἀνὰ τόπον, auf der Stelle, sogleich, Herm. Eur. Suppl. 622; παρὰ τόπον, an unrechter Stelle, Strab.; μένειν ἐπὶ τόπου, Pol. 4, 72, 5. – In der Rhetorik der Gemeinplatz, locus communis, Arist. rhet. 1, 2. – Uebertr. = Veranlassung, Gelegenheit, Sp., wie Hel. 6, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ὁ, <b class="b2">Ort, Stelle</b>, Gegend, Land, auch Stadt, wofür wir ebenfalls Ort od. Platz brauchen; γᾶς ἔσχατον τόπον, Aesch. Prom. 416; εἰ μὴ στρατεύσεσθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, Pers. 776, u. oft; [[τίς]] [[τόπος]], [[τίς]] ἔδρα, Soph. Phil. 157; ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον, O. C. 56, u. öfter; Θρῄκηε ἐκ τόπων χειμερίων, Eur. Alc. 68; in Prosa überall; κατὰ τόπους καὶ κώμας, Plat. Critia. 119 a; τοὺς τῆς χώρας τόπους μεταλλάττονται, Legg. VI, 760 c; Sp.; ὁ [[τόπος]] τῆς χώρας, die Oertlichkeit, örtliche Beschaffenheit eines Landes, Dem. 4, 31; – τόπῳ τινός, anstatt, an der Stelle, Hdn. 2, 14 u. a. Sp.; – ἀνὰ τόπον, auf der Stelle, sogleich, Herm. Eur. Suppl. 622; παρὰ τόπον, an unrechter Stelle, Strab.; μένειν ἐπὶ τόπου, Pol. 4, 72, 5. – In der Rhetorik der Gemeinplatz, locus communis, Arist. rhet. 1, 2. – Uebertr. = Veranlassung, Gelegenheit, Sp., wie Hel. 6, 13.
}}
{{ls
|lstext='''τόπος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. locus, regio, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλῳ καὶ ἀκολούθως παρὰ πᾶσι τοῖς Ἀττικ. συγγραφεῦσι· περιφρ., χθονὸς πᾶς [[τόπος]], δηλ. πᾶσα ἡ γῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 249· ἐς τὸν Ἑλλήνων τ. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 790· ἐν Ἑλλάδος τόποις, ἐν Ἑλλάδι, [[αὐτόθι]] 796, πρβλ. Ἱκέτ. 232· ἐν Αὐλίδος τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 191· Πέλοπος ἐν τ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 703, πρβλ. 292· πρὸς ἑσπέρους τ., πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 348· [[πρόσθε]] Σαλαμῖνος τόπων, [[ἔμπροσθεν]] τῆς Σαλαμῖνος, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 447· Θρῄκης ἐκ τόπων Εὐρ. Ἄλκ. 67· Διρκαίων ἐκ τ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1026· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, [[χώρα]], ὁ τ. ὁ Ἑλληνικὸς Ἰσοκρ. 103Ε, πρβλ. 406Α· ὁ περὶ Θρᾴκης τ. Δημ. 475. 2· ὁ περὶ Θρ. τ. Αἰσχίν. 29. 20., 64. 9· ὁ τ. [[οὗτος]], ἐν τούτοις τοῖς τ. Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 4, Κύρ. 2. 4, 20· [[ὅλος]] τ. Δημ. 413. 3· κατὰ τόπους καὶ κώμας Πλάτ. Κριτί. 119Α· οἱ τῆς χώρας τ., αἱ θέσεις, αἱ «τοποθεσίαι» χώρας τινός, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 760C, πρβλ. 705C, κλπ.· [[ἀλλά]], ὁ [[τόπος]] τῆς χώρας, αἱ ἐντόπιοι περιστάσεις, Δημ. 48. 22). 2) [[τόπος]], [[θέσις]], οὐ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μεταλλάσειν Αἰσχίν. 65. 1· τόπον διδόναι τινὶ Πλούτ. 2. 462Β· μὴ καταλείπεσθαι τόπον ἐλέους Πολύβ. 1. 88, 2· τόπον ἔχω, [[κατέχω]] τὴν θέσιν μου, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 1026. 15, Πλούτ. 2. 646Α· φίλου τ. ἔχω, ἔχω τὴν θέσιν φίλου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 4, 5· ― τόπῳ [[μετὰ]] γεν., εἰς τὴν θέσιν τινός, [[ἀντί]] τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 14· ἀνὰ τόπον, εἰς τόπον, ἀμέσως, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκετ. 662 (604)· ἐπὶ τόπου Πολύβ. 4, 73, 8· κατὰ τὸν αὐτὸν τ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 1· παρὰ τόπον, εἰς οὐχὶ καλὸν τόπον, οὐχὶ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, Στράβ. 459. 3) [[τόπος]] ἢ [[μέρος]] τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Γαλην.· ὁ [[τόπος]], τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 18., 7. 3. 1. 4) [[χωρίον]] συγγραφέως, πρῶτον παρὰ Πολυβ. ἐν Ἐκλογ. Βατικ. σ. 443, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 11, Καιν. Διαθ., κλπ.· [[διότι]] τὸ [[χωρίον]] τῶν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, [[εἶναι]] πιθανῶς νόθον, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 2. 117. 5) [[τόπος]] πρὸς ταφήν, [[κοιμητήριον]], Βυζ.· ― ἐν Εὐριπ. [[Ἡρακλ]]. 1041 ὁ Elmsl. ἐπηνώρθωσε τάφου. 6) ἐν Αἰγύπτῳ, διαμέρισμα, τοπικὴ [[διαίρεσις]], [[ἐπαρχία]], [[ὑποδιαίρεσις]] τοῦ νομοῦ, πρβλ. [[τοπάρχης]] καὶ ἴδε Franz. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3, σ. 293. ΙΙ. [[ὑπόθεσις]] πρὸς συζήτησιν, Ἰσοκρ. 104C, 215D, Αἰσχίν. 84. 40, Πολύβ., κλπ. 2) κοινὸς [[τόπος]] ἢ [[στοιχεῖον]], ἐν τῇ Ρητορικῇ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, πρβλ. 2. 22, 13 κἑξ., 26, 1 κἑξ., 26. 1· τόποι [[εἶναι]] οἱ τοῦ Κικέρωνος loci communes, de Orat. 3. 27, Topica ἀλλαχοῦ· ἄλλως loci ἢ sedes argumentorum, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2, Quintil. 5. 10, 20. ΙΙΙ. μεταφορ., [[περίστασις]], [[εὐκαιρία]], [[θέσις]], ἐν τόπῳ τινὶ ἀφανεῖ Θουκ. 6. 54, Ἡλιόδ. 6. 13. (Ἡ [[ῥίζα]] δὲν ἐξιχνιάσθη [[μετὰ]] βεβαιότητος, ἴδε Curt Gr. Et. σ. 684).
}}
}}