Anonymous

μοχθίζω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_4)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] = [[μοχθέω]]; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] = [[μοχθέω]]; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.
}}
{{ls
|lstext='''μοχθίζω''': [[μοχθέω]], μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.
}}
}}