Anonymous

ὑπάγω: Difference between revisions

From LSJ
7,557 bytes added ,  5 August 2017
6_13a
(13_7_2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] (s. [[ἄγω]]), darunter führen; ὑπάγειν ἵππους [[ζυγόν]], Pferde unters Joch bringen, anspannen, Il. 16, 148. 23, 291. 24, 279; auch bloß ὑπάγειν ἵππους, Od. 6, 73. – Uebertr., Einen unter Jemandes Gewalt bringen, οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμάς Her. 8, 106; [[ὅπως]] ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν Thuc. 7, 46. – Den Beklagten vor den erhöhten Sitz des Richters führen, so daß er niedriger als dieser steht, ὑπάγειν τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]], wie ὑπὸ τὸ [[δικαστήριον]], ὑπὸ τοὺς ἐφόρους, Einen vor Gericht ziehen, belangen, anklagen, Her. 6, 72. 82. 9, 93; auch θανάτου ὑπαγαγὼν ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα, 6, 136, auf Tod und Leben vor dem Volke anklagen; ἐς δίκην, Thuc. 3, 70, u. öfter in den Oratt. – Listig, heimlich wozu bringen, verlocken, wozu verleiten, betrügen, anführen, Her. 9, 94; Eur. Andr. 428; τίν' ὑπάγεις μ' εἰς ἐλπίδα Eur. Hel. 832; ὑπαχθέντες, verleitet, Dem. 22, 32 u. öfter (5, 10 schreibt Bekk. ἐπαχθέντες); Folgde, wie Plut. Sol. 8; κατὰ μικρὸν ὑπάγων Them. 4, wie κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isocr. 5, 1. – Vgl. noch Plat. [[ἀνάγκη]] τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν, ὅπῃ ἂν [[ἐκεῖνος]] ὑπάγῃ, Euthyphr. 14 c; Xen. An. 2, 1, 18 u. A. – Darunter wegführen, -bringen, τινὰ ἐκ βελέων Il. 11, 163; ὑπαγομένου [[κάτωθεν]] τοῦ χώματος Thuc. 2, 76. – Herunter, herab führen; κοιλίαν, γαστέρα, den Leib oder Magen durch Abführungsmittel reinigen, s. Lob. Phryn. 308; auch intrans., [[κοιλία]] ὑπάγουσα, offener Leib, Hippocr. – Intrans., sich heimlich wegbegeben, sich zurückziehen; Ar. Av. 1017; von einem Kriegsheere, Her. 4, 120; Thuc. öfter; auch trans., τὸ [[στράτευμα]] ὑπῆγε ὁ Βρασίδας, 4, 127; ὑπάγειν φυγῇ εἰς δυσχωρίαν Xen. Cyr. 1, 6, 37, ein zurückgezogenes Leben führen; [[ὑπάγω]] φρένα τέρψας Theogn. 917. – Vor Einem fortgehen, vorrücken, ὕπαγε, frisch auf, vorwärts, ὑπάγεθ' [[ὑμεῖς]] τῆς ὁδοῦ Ar. Ran. 174, vgl. Nubb. 1280; von allmäligem Vorrücken, Xen. An. 3, 4, 48. 4, 2, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] (s. [[ἄγω]]), darunter führen; ὑπάγειν ἵππους [[ζυγόν]], Pferde unters Joch bringen, anspannen, Il. 16, 148. 23, 291. 24, 279; auch bloß ὑπάγειν ἵππους, Od. 6, 73. – Uebertr., Einen unter Jemandes Gewalt bringen, οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμάς Her. 8, 106; [[ὅπως]] ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν Thuc. 7, 46. – Den Beklagten vor den erhöhten Sitz des Richters führen, so daß er niedriger als dieser steht, ὑπάγειν τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]], wie ὑπὸ τὸ [[δικαστήριον]], ὑπὸ τοὺς ἐφόρους, Einen vor Gericht ziehen, belangen, anklagen, Her. 6, 72. 82. 9, 93; auch θανάτου ὑπαγαγὼν ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα, 6, 136, auf Tod und Leben vor dem Volke anklagen; ἐς δίκην, Thuc. 3, 70, u. öfter in den Oratt. – Listig, heimlich wozu bringen, verlocken, wozu verleiten, betrügen, anführen, Her. 9, 94; Eur. Andr. 428; τίν' ὑπάγεις μ' εἰς ἐλπίδα Eur. Hel. 832; ὑπαχθέντες, verleitet, Dem. 22, 32 u. öfter (5, 10 schreibt Bekk. ἐπαχθέντες); Folgde, wie Plut. Sol. 8; κατὰ μικρὸν ὑπάγων Them. 4, wie κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isocr. 5, 1. – Vgl. noch Plat. [[ἀνάγκη]] τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν, ὅπῃ ἂν [[ἐκεῖνος]] ὑπάγῃ, Euthyphr. 14 c; Xen. An. 2, 1, 18 u. A. – Darunter wegführen, -bringen, τινὰ ἐκ βελέων Il. 11, 163; ὑπαγομένου [[κάτωθεν]] τοῦ χώματος Thuc. 2, 76. – Herunter, herab führen; κοιλίαν, γαστέρα, den Leib oder Magen durch Abführungsmittel reinigen, s. Lob. Phryn. 308; auch intrans., [[κοιλία]] ὑπάγουσα, offener Leib, Hippocr. – Intrans., sich heimlich wegbegeben, sich zurückziehen; Ar. Av. 1017; von einem Kriegsheere, Her. 4, 120; Thuc. öfter; auch trans., τὸ [[στράτευμα]] ὑπῆγε ὁ Βρασίδας, 4, 127; ὑπάγειν φυγῇ εἰς δυσχωρίαν Xen. Cyr. 1, 6, 37, ein zurückgezogenes Leben führen; [[ὑπάγω]] φρένα τέρψας Theogn. 917. – Vor Einem fortgehen, vorrücken, ὕπαγε, frisch auf, vorwärts, ὑπάγεθ' [[ὑμεῖς]] τῆς ὁδοῦ Ar. Ran. 174, vgl. Nubb. 1280; von allmäligem Vorrücken, Xen. An. 3, 4, 48. 4, 2, 16.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπάγω''': μέλλ. ὑπάξω˙ ἀόρ. ὑπήγαγον˙ Α. μεταβ., ἄγω, ὁδηγῶ ὑπό τι, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους, ἦγεν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοὺς ταχεῖς ἵππους, Ἰλ. Π. 148, Ψ. 261˙ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὑπάγειν ἡμιόνους Ὀδ. Ζ. 73. - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 353, ἕξεται ἢ ἔξεται ἢ ἄξεται, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀέξω]], ἴδε καὶ Jebb ἐν τόπῳ [[ὅστις]] ἐξέδωκεν ὀχμάζεται. 2) [[φέρω]] ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμὰς Ἡρόδ. 8. 106˙ ὑπ. τινὰς εἰς δουλείαν Λουκ. Ἀπολ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. - Μέσ., [[φέρω]] τινὰ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], [[καταβάλλω]], πόλιν Θουκ. 7. 46˙ τοὺς Θρᾷκας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 1, κλπ. ΙΙ. [[ἐνάγω]] τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] (ὅτε ἡ ὑπὸ παριστάνει τὸν δικαζόμενον ὡς ἱστάμενον κατωτέρω τοῦ δικαστοῦ ἢ κύπτοντα πρὸ [[αὐτοῦ]]), [[ὑπάγω]] τινὰ ὑπὸ [[δικαστήριον]], [[ἐνάγω]] εἰς δίκην, [[καταγγέλλω]], κατηγορῶ, Ἡρόδ. 9. 93, πρβλ. 6. 72˙ ὑπ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ὁ αὐτ. 6. 82˙ εἰς ἡμᾶς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 28˙ οὕτω, ὑπ. τινὰ εἰς δίκην Θουκ. 3. 70 καὶ [[ἁπλῶς]], ὑπ. τινὰ Λυσί. 105. 4, Ξεν., κλπ.˙ ὑπ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 33˙ ὑπ. τινὰ θανάτου, ἐγκαλῶ τινα δι’ [[ἔγκλημα]], οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], αὐτοθι 2, 3, 12., 4. 4. 24˙ [[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον, ἐγκαλῶ ἐνώπιον τοῦ δήμου ἐπὶ ἐγκλήματι, οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], Ἡρόδ. 6. 136˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τάνδ’ ὑπάγεται Δίκα Εὐρ. Ἠλ. 1155˙ - παρὰ μεταγεν. συγγραφ. [[μετὰ]] δοτικ., ὑπ. τινὰ δικαστηρίῳ Λουκ. Δραπ. 11˙ τῷ νόμῳ Λιβάν., κλπ. ΙΙΙ. βραδέως ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, βραδέως καὶ κατὰ μικρὸν [[προάγω]], τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 5. 15, πρβλ. 10, 4˙ - ἄγω τινά που κρυφίως ἢ δι’ ἀπάτης, Λατ. inducere, τάυτῃ ὑπάγοντος (αὐτὸν) Ἡρόδ. 9. 94˙ ἑλκύω, [[παρασύρω]], ὑπάγει μ’ ὁ [[χόρτος]] εὔφρων ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις Εὐρ. Κύκλ. 505˙ [[ὑπάγω]] τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν, [[ἕλκω]] αὐτὸς εἰς δύσβατα μέρη διὰ προσπεποιημένης φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37˙ ὑπ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες [[αὐτόθι]] 3. 2, 8˙ τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν..., ὅπη ἂν [[ἐκεῖνος]] ὑπάγῃ Πλάτ. Εὐθύφρων 14C˙Ϗ ὑπ. τινὰ εἰς ἐλπίδα Εὐρ. Ἑλ. 826˙ ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος... δῴη δίκην Λυσί. 105. 4˙ ἐὰν [[πέρδιξ]] ὑπ’ ἀνθρώπου ὀφθῇ ἀπὸ τῶν ᾠῶν ὑπάγει (δηλ. τὸν ἄνθρωπον), δηλ. ἀπάγει ἀπομακρύνει αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὠῶν φεύγουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 6˙ - μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. τινὰ ἐλθεῖν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἔλθῃ, Εὐρ. Ἀνδρ. 428. - Μέσ., ἄγω ὑπ’ ἐμαυτὸν δι’ ἀπάτης πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, ἀλλὰ [[συχν]]. σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, εὖ ὑπ. τὸν παῖδα Ἴων παρ’ Ἀθην. 604D˙Ϗ ἐλπίσιν ὑπαγάγεσθαι τινὰ Ἰσοκρ. 100D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3˙ ὑπ. τοὺς Θηβαίους, [[κερδαίνω]] αὐτούς, [[φέρω]] αὐτοὺς πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Δημ. 105. 7˙ ὑπ. τινὰς εἰς μάχην, ἐς φιλίαν, Δίων Κ., κλπ.˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[προτείνω]] ἢ [[προβάλλω]] τι εἴς τινα ὡς [[δέλεαρ]] [[ὅπως]] ὁδηγήσω αὐτὸν εἰς ἕτερόν τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 906, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. - Παθ., κατὰ μικρὸν ὑπαχθεὶς Ἰσοκρ. 82B˙ ἐλπίσι καὶ φενακισμοῖς ὑπάγεσθαι διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 59. 18˙ ὑπὸ ἀπατῶν καὶ ἀλαζονευμάτων διάφορ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 25. 23, κτλ.˙ εἰς ἔχθραν ὑπαγόμενος ὑπό τινος Δημ. 291. 11˙ ἐκ λοιδορίας εἰς πληγὰς ὁ αὐτ. 1262 ἐν τέλ. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ τὸ [[ἐπάγω]], ὡς διάφ. γραφ.). IV. [[ὑπεκφέρω]], [[ὑπεξάγω]], τινὰ ἐκ βελέων Ἰλ. Λ. 163˙ ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας, δηλ. τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀβελίσκων, Ἄρχιππος ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3. - Παθ., ὑπαγομένου τοῦ χώματος Θουκ. 2. 76. 2) [[ἀποσύρω]], τὸ [[στράτευμα]] ὁ αὐτ. 4. 127. 3) ἐκκενῶ [[κάτωθεν]], Λατ. subducere, ὑπ. τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 308 ἴδε κατωτ. Β ΙΙΙ. Β. ἀμεταβ., βραδέως [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, [[ὑπάγω]] φρένα τέρψας Θέογν. 921˙ - ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποσύρομαι, [[ἀπομακρύνομαι]] βραδέως ἢ ἡσύχως, Ἡρόδ. 4. 120, 122, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1017, Θουκ. 4. 126˙ ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὑπάγει [[βάδην]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. ΙΙ. πηγαίνω, ὕπαγ’ ὦ, ὕπαγ’ ὦ, πήγαινε λοιπὸν ἐμπρός! Εὐρ. Κύκλ. 53˙ ὕπαγε, τί μέλλεις; Ἀριστοφ. Νεφ. 1298˙ ὑπάγεθ’ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 174˙ ὑπ. εἰς τοὔμπροσθεν Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 2˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιᾶς, [[ἐπέρχομαι]] βραδέως ἢ κατὰ μικρόν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 48., 4. 2, 16. ΙΙΙ. Ἰατρ., ἐπὶ τῆς κοιλίας, [[κοιλία]] ὑπάγουσα, εὐκοιλιότης, Ἱππ. 396. 27, Γαλην.˙ ἴδε ἀνωτ. Α. IV. 3. IV. χαμηλώνω, «ζαρώνω», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 6, πρβλ. ὑπαγωγὴ ΙΙΙ. 2.
}}
}}