Anonymous

πτωκάς: Difference between revisions

From LSJ
6_4
(c2)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0812.png Seite 812]] άδος, ἡ, fem. zu [[πτώξ]], scheu, flüchtig, furchtsam; Hom. ep. 8, 2; bei Soph. Phil. 1083 l. d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0812.png Seite 812]] άδος, ἡ, fem. zu [[πτώξ]], scheu, flüchtig, furchtsam; Hom. ep. 8, 2; bei Soph. Phil. 1083 l. d.
}}
{{ls
|lstext='''πτωκάς''': -άδος, ἡ, ([[πτώξ]], [[πτώσσω]]), δειλή, πεφοβημένη, πτωκάσιν αἰθυίῃσι, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 8, 2· πτωκὰς [[κύπειρος]], συνεσταλμένη, «ζαρωμένη», «παρὰ Σιμμίᾳ ἡ πόα, διὰ τὸ χθαμαλὴ [[εἶναι]]» Ἡσύχ.· - ἐν Σοφ. Φιλ. 1093, τὸ πτωκάδες λαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὡς οὐσιαστ., σημαῖνον τὰς Ἁρπυίας, παρέχον συγχρόνως καί τινας [[ποικιλίας]] γραφῆς, [[οἷον]] πτωχάδες, πρωτάδες (ὁ Brunck προτείνει πλωάδες, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054), δρομάδες.
}}
}}