Anonymous

ὀττεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] att. = [[ὀσσεύομαι]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] att. = [[ὀσσεύομαι]], w. m. s.
}}
{{ls
|lstext='''ὀττεύομαι''': Ἀττ. ἀντὶ ὀσσεύομαι ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), [[μαντεύομαι]] ἐκ προφητικῆς φωνῆς ἢ ἤχου ([[ὄσσα]]), ὀττευομένη δὲ κάθηται, κάθηται παρατηροῦσα οἰωνοὺς καὶ σημεῖα, ἐπὶ ἐρώσης γυναικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 597· ὀττ. ταῖς τούτων κληδόσι, ταῖς τούτων κραυγαῖς, Πλούτ. 2. 356Ε· ὀττ. πρὸς [ὀρνίθων] βοὴν Αἰλ. π. Ζ. 1. 48· - [[καθόλου]], ἔχω προαισθήματα [[περί]] τινος πράγματος, προμαντεύω, τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι Πολύβ. 27. 14, 5· περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 1. 11, 5· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., προμαντεύω ὅτι, [[προλέγω]], Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 33, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. ΙΙ. θεωρῶ τι ὡς προσημαῖνόν τι, τὴν τύχην, τὸ [[ἔργον]] Διον. Ἁλ. 1. 23, 55· - [[ἐντεῦθεν]], καταφρονῶ ὡς δυσοίωνον, βδελύττομαι, Λατ. abonimari, πάντα τῦφον ὁ αὐτ. 2. 19. - Τὸ ἐνεργ. ὀττεύουσιν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - κληδονίζομαι ἦτο [[ἰσοδύναμος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μοῖριν. 279. - Καθ’ Ἡσύχ.: -ὄττεσθαι· κληδονίζεσθαι».
}}
}}