Anonymous

φημίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,831 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1268.png Seite 1268]] 1) reden, durchs Gerücht verbreiten; [[φήμη]] [[οὔτις]] [[πάμπαν]] ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. O. 766; sp. D., wie Qu. Sm. 13, 538. – 2) benennen, [[ὄνομα]] φημίζειν Opp. Hal. 5, 476, vgl. 637. – 3) in Worten ausdrücken, aus sprechen; ᾗ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισεν Aesch. Ch. 558; so auch im med., μακρὸν δὲ [[πῆμα]] ξυντόμως ἐφημίσω Ag. 629; ἣν έφήμισεν [[πατήρ]] μοι Eur. I. A. 1356.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1268.png Seite 1268]] 1) reden, durchs Gerücht verbreiten; [[φήμη]] [[οὔτις]] [[πάμπαν]] ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. O. 766; sp. D., wie Qu. Sm. 13, 538. – 2) benennen, [[ὄνομα]] φημίζειν Opp. Hal. 5, 476, vgl. 637. – 3) in Worten ausdrücken, aus sprechen; ᾗ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισεν Aesch. Ch. 558; so auch im med., μακρὸν δὲ [[πῆμα]] ξυντόμως ἐφημίσω Ag. 629; ἣν έφήμισεν [[πατήρ]] μοι Eur. I. A. 1356.
}}
{{ls
|lstext='''φημίζω''': Ἐπικ. -ίξω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 760, κλπ.· ἀόρ. ἐφήμισα Αἰσχύλ., Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), Δωρικ. ἐφάμιξα (κατ-) Πινδ. Ο. 6. 92. ― Μέσ., ἀόρ. ἐφημισάμην Αἰσχύλ. (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. -ιξάμην Διον. Περ., Νόνν. ― Παθ., μέλλ. φημισθήσομαι Λυκόφρ. 1082· ἀόρ. ἐφημίσθην Πλούτ. 2. 264D· Ἐπικ. -ίχθην Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 7, κλπ.· ― πρκμ. πεφήμισμαι Στράβ. 22· ([[φήμη]]). Ἐκπέμπω φωνήν: 1) [[προφητεύω]], [[λέγω]], λαλῶ, ᾗ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισε Αἰσχύλ. Χο. 558. 2) διαδίδω λόγον, φήμην, [[φήμη]] δ’ [[οὔτις]] [[πάμπαν]] ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 762 (ἴδε ἐν λέξει [[φήμη]] Ι. 2), πρβλ. Κόϊντ. Σμυρν. 13. 538, κλπ.· ― Παθ., οἱ τεθνάναι φημισθέντες Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Μέσ., ἐκφράζομαι διὰ λόγων, ἐκθέτω, [[λέγω]], συντόμως ἐφημίσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, πρβλ. 1162, 1173. 2) καλῶ, [[ὀνομάζω]], τινά τι Διονύσ. Ἁλ. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 280. 18· [[ὄνομα]] φ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 476· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[τοὔνεκα]] [[Μυρμιδόνες]] μιν Ἀχιλλέα φημίξαντο Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 181, 32. 3) ὑπισχνοῦμαι, ἣν (δηλ. εὐνὴν) ἐφήμισεν [[πατήρ]] μοι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1356.
}}
}}