Anonymous

ἐπιστρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ
6_11
(c1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιστρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[ἐπιστροφάδην]], [[αὐτόθι]], 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15.
}}
}}