Anonymous

παραβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(13_3)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0472.png Seite 472]] daneben, von der Seite sehen; Ar. Ran. 409; θἀτέρῳ, sc. ὀφθαλμῷ, Vesp. 497 Eccl. 498; – schlecht sehen, Luc. Necyom. 1; – übersehen, Pol. 6, 46, 6 u. Sp., auch verachten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0472.png Seite 472]] daneben, von der Seite sehen; Ar. Ran. 409; θἀτέρῳ, sc. ὀφθαλμῷ, Vesp. 497 Eccl. 498; – schlecht sehen, Luc. Necyom. 1; – übersehen, Pol. 6, 46, 6 u. Sp., auch verachten.
}}
{{ls
|lstext='''παραβλέπω''': μέλλ. -ψω, [[βλέπω]] πλαγίως, [[ῥίπτω]] πλάγιον [[βλέμμα]], Ἀριστοφάν. Βάτρ. 409· π. θατέρῳ (ἐξυπ. ὀφθαλμῷ) [[βλέπω]] ὑπόπτως διὰ τοῦ ἑνὸς ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 497· ἀλλὰ καὶ [[βλέπω]] κρυφίως διὰ τῆς γωνίας τοῦ ὀφθαλμοῦ, λοξῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 498· ἀντίθετ. τῷ [[ἀτενίζω]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· τῷ ὀφθαλμῷ π. καὶ δεινὸν δέδορκε, ἀπέβλεψε λοξῶς, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 15. 2) [[βλέπω]] κακῶς, Λουκ. Νεκυομαντ. 1) ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[παραβλέπω]], τί τἀλλότριον... κακὸν ὀξυδερκεῖς, τὸ δ' [[ἴδιον]] παραβλέπεις; Κωμικ. Ἀνών. 291, πρβλ. Πολύβ. 6. 46, 6· καταφρονῶ, Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπερορᾷ.
}}
}}