Anonymous

παρατίθημι: Difference between revisions

From LSJ
6_20
(13_7_3)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] (s. [[τίθημι]]), 1) daneben-, davorstellen; bes. – a) der eigentliche Ausdruck von Speisen,<b class="b2"> vorsetzen</b>, sowohl in tmesi, παρὰ δέ σφι τίθει δαῖτα Il. 9, 90, λαρὸν παρὰ [[δεῖπνον]] ἔθηκας 19, 316, u. öfter in der Od., – als in der zusammengesetzten Form, σὺ μὲν νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il. 18, 408, θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα Od. 5, 92, νῶτα βοὸς πάρθεσαν αὐτῷ, 4, 66, παρτιθεῖ 1, 192; so auch Folgde; vgl. Ar. Ach. 85. 789 Equ. 1223; τραγήματά που παραθήσομεν, Plat. Rep. II, 372 d; τράπεζαν Περσικήν, Thuc. 1, 130; absol. Xen. Cyr. 8, 8, 20; Arist. pol. 1, 6 u. sonst; auch im med., sich Speise vorsetzen, Xen. Cyr. 8, 6, 12; vgl. Eur. [[σκύφος]] τε κισσοῦ παρέθετο, Cycl. 390; δευτέρας τραπέζας παρετίθετο πολυτελεῖς, Pol. 39, 2, 11. – Im weiteren Sinne, <b class="b2">vorlegen</b>, παρατιθέασιν αὐτοῖς ἀναγιγνώσκειν ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα, Plat. Prot. 325 e, zu lesen geben, vgl. Theaet. 157 c [[παρατίθημι]] ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι; – und übh. <b class="b2">darreichen</b>, gewähren, auch med., [[ἠῶθεν]] δέ κεν ὔμμιν [[ὁδοιπόριον]] παραθείμην, Od. 15, 505; – δύναμίν τινι, Einem Macht beilegen, ertheilen, 3, 205. – b) <b class="b2">aufsetzen</b>, στεφάνους παρέθηκε καρήατι, Hes. Th. 577. – c) bei Jemandem als Pfand niederlegen, Einem Etwas zum Aufbewahren geben, τινί τι, Sp.; häufiger im med., παραθέμενος τὰ χρήματα, Her. 6, 86; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις παρατίθενται, Xen. Ath. 2, 16; Pol. 33, 12, 3 u. A. (vgl. [[παρακατατίθημι]]). – d) daneben-, zusammenstellen, um zu vergleichen, τοῦτον ἐπίτηδες ἐκείνῳ παρεθήκαμεν, Plut. Demetr. 12; [[πρός]] τινα, Luc. Prom. 15. – e) vorlegen, auseinandersetzen in der Rede, διῆλθές μοι παρατιθεὶς ἕκαστον, Xen. Cyr. 1, 6, 14; Folgde; auch im med., Luc. Alex. 21. – 2) med.; – a) <b class="b2">neben sich hinstellen</b>, δαΐδας, Od. 2, 105. 19, 150. 24, 140; u. von Speisen, sich vorsetzen lassen, zu sich nehmen, vgl. 1 a. – b) als Zeugen, als Beweis für sich <b class="b2">anführen</b>, bes. Beweisstellen für sich u. seine Meinung citiren, [[παράδειγμα]] σμικρότατον παραθέμενος, Plat. Polit. 279 a; u. bes. bei Sp., ὡς Νίκανδρός φησιν, παρατιθέμενος τὸ ἐκ Νεφελῶν Ἀριστοφάνους, Ath. XI, 479 c; Plut. u. oft bei Gramm., zuweilen auch im act., vgl. Schäf. ad D. Hal. C. V. p. 84. 359, melet. crit. p. 25. – c) für sich bei Seite legen, <b class="b2">aufbewahren</b>, aufsparen (vgl. 1 c), τὰ χρήματα παρετίθετο εἰς τὰς ἰδίας ἐπιβολάς, Pol. 3, 17, 10; Sp., bes. N. T. – d) <b class="b2">daran setzen</b>, aufs Spiel setzen, κεφαλάς, ψυχὰς παρθέμενοι, die Köpfe, das Leben daran setzend, Od. 2, 237. 9, 255; Tyrt. 3, 18 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] (s. [[τίθημι]]), 1) daneben-, davorstellen; bes. – a) der eigentliche Ausdruck von Speisen,<b class="b2"> vorsetzen</b>, sowohl in tmesi, παρὰ δέ σφι τίθει δαῖτα Il. 9, 90, λαρὸν παρὰ [[δεῖπνον]] ἔθηκας 19, 316, u. öfter in der Od., – als in der zusammengesetzten Form, σὺ μὲν νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il. 18, 408, θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα Od. 5, 92, νῶτα βοὸς πάρθεσαν αὐτῷ, 4, 66, παρτιθεῖ 1, 192; so auch Folgde; vgl. Ar. Ach. 85. 789 Equ. 1223; τραγήματά που παραθήσομεν, Plat. Rep. II, 372 d; τράπεζαν Περσικήν, Thuc. 1, 130; absol. Xen. Cyr. 8, 8, 20; Arist. pol. 1, 6 u. sonst; auch im med., sich Speise vorsetzen, Xen. Cyr. 8, 6, 12; vgl. Eur. [[σκύφος]] τε κισσοῦ παρέθετο, Cycl. 390; δευτέρας τραπέζας παρετίθετο πολυτελεῖς, Pol. 39, 2, 11. – Im weiteren Sinne, <b class="b2">vorlegen</b>, παρατιθέασιν αὐτοῖς ἀναγιγνώσκειν ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα, Plat. Prot. 325 e, zu lesen geben, vgl. Theaet. 157 c [[παρατίθημι]] ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι; – und übh. <b class="b2">darreichen</b>, gewähren, auch med., [[ἠῶθεν]] δέ κεν ὔμμιν [[ὁδοιπόριον]] παραθείμην, Od. 15, 505; – δύναμίν τινι, Einem Macht beilegen, ertheilen, 3, 205. – b) <b class="b2">aufsetzen</b>, στεφάνους παρέθηκε καρήατι, Hes. Th. 577. – c) bei Jemandem als Pfand niederlegen, Einem Etwas zum Aufbewahren geben, τινί τι, Sp.; häufiger im med., παραθέμενος τὰ χρήματα, Her. 6, 86; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις παρατίθενται, Xen. Ath. 2, 16; Pol. 33, 12, 3 u. A. (vgl. [[παρακατατίθημι]]). – d) daneben-, zusammenstellen, um zu vergleichen, τοῦτον ἐπίτηδες ἐκείνῳ παρεθήκαμεν, Plut. Demetr. 12; [[πρός]] τινα, Luc. Prom. 15. – e) vorlegen, auseinandersetzen in der Rede, διῆλθές μοι παρατιθεὶς ἕκαστον, Xen. Cyr. 1, 6, 14; Folgde; auch im med., Luc. Alex. 21. – 2) med.; – a) <b class="b2">neben sich hinstellen</b>, δαΐδας, Od. 2, 105. 19, 150. 24, 140; u. von Speisen, sich vorsetzen lassen, zu sich nehmen, vgl. 1 a. – b) als Zeugen, als Beweis für sich <b class="b2">anführen</b>, bes. Beweisstellen für sich u. seine Meinung citiren, [[παράδειγμα]] σμικρότατον παραθέμενος, Plat. Polit. 279 a; u. bes. bei Sp., ὡς Νίκανδρός φησιν, παρατιθέμενος τὸ ἐκ Νεφελῶν Ἀριστοφάνους, Ath. XI, 479 c; Plut. u. oft bei Gramm., zuweilen auch im act., vgl. Schäf. ad D. Hal. C. V. p. 84. 359, melet. crit. p. 25. – c) für sich bei Seite legen, <b class="b2">aufbewahren</b>, aufsparen (vgl. 1 c), τὰ χρήματα παρετίθετο εἰς τὰς ἰδίας ἐπιβολάς, Pol. 3, 17, 10; Sp., bes. N. T. – d) <b class="b2">daran setzen</b>, aufs Spiel setzen, κεφαλάς, ψυχὰς παρθέμενοι, die Köpfe, das Leben daran setzend, Od. 2, 237. 9, 255; Tyrt. 3, 18 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παρατίθημι''': ποιητ. παρτίθημι: β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. -τιθεῖς, -τιθεῖ Ὀδ. Α. 192: παρατ. -ετίθεις, -ετίθει Ὅμ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 85, Ἱππ. 1223: ἐνεργ. ἀόρ. παρέθηκα, μέσ. παρεθέμην: πρκμ. παρατέθεικα· - παρ’ Ἀττ. [[καθόλου]] εἰπεῖν τὸ [[παράκειμαι]] χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ [[παρατίθημι]]. Τοποθετῶ πλησίον, παραθέτω, παρ δὲ τίθει δίφρον Ὀδ. Φ. 177· οὕτω παρ’ Ἀττ. β) [[συχν]]. ἐπὶ φαγητῶν, παραθέτω, [[σφιν]] δαῖτ’ ἀγαθὴν παραθήσομεν Ἰλ. Ψ. 810, πρβλ. Ι. 90 ἣ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Ὀδ.· Α. 192· παρ’ δ’ ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας Υ. 260 νῶτα βοὸς γέρα πάρθεσαν αὐτῷ Δ. 66· νῦν οἱ παράθες ξεινήια πολλὰ Ἰλ. Σ. 408· ξείνιά τ’ εὖ παρέθηκεν Λ. 779, πρβλ. Ὀδ. Ι. 517· θεὰ παρέθηκε τράπεζαν Ὀδ. Ε. 92· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 119., 4. 73· παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα Ξεν. Ἀν. 4. 5, 31· οἱ παρατιθέντες, οἱ παρατιθέντες τὰ ἐδέσματα, οἱ ὑπηρετοῦντες εἰς τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 8, 20· τὰ παρατιθέμενα, ἐδέσματα τιθέμενα ἐνώπιόν τινος ([[μετὰ]] τῆς λέξεως βρώματα ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), [[αὐτόθι]] 2. 1, 30., 5. 2, 16· συχνότατα παρὰ τοῖς κωμ., ἴδε Ἀριστοφ. Ἀχ. 85, Ἱππ. 52. 57, κ. ἀλλ., καὶ τοῦ Meineke τοὺς Πίνακας εἰς τὰ Κωμικ. Ἀποσπ. 2) [[καθόλου]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[πορίζω]], αἳ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν, [[εἴθε]] νὰ μοὶ ἔδιδον οἱ θεοὶ τόσην δύναμιν, Ὀδ. Γ. 205· [[παρατίθημι]] ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, δηλ., [[παρατίθημι]] ἕκαστα τὰ σοφὰ [[ὥστε]] ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 157C· οὕτω, π. αὐτοῖς ... ἀναγιγνώσκειν ... ποιήματα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 325Ε· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκθέτω εἰς πώλησιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 2. 3) [[ἐπιτίθημι]], στεφάνους παρέθηκε καρήατι Ἡσ. Θεογ. 577. 4) [[προβάλλω]] ἐνώπιόν τινος, [[προτείνω]], ἐξηγοῦμαι, τινί τι Ξεν. Κύρ. 1. 6,· 14· [[ἀναφέρω]], παρουσιάζω, Ἰσαῖ. 78. 13· [[ἄλλην]] παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 24· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἴδε κατωτ. Β. 5. 5) τίθημί τι πλησίον ἑτέρου, ἢ τὰ διακεκριμένα συγχεῖν καὶ [[ὁμοῦ]] λύπας ἡδοναῖς παρατιθέναι Πλάτ. Φίληβ. 47Α, πρβλ. Δημάδ. 179. 16· ― παραθέτω, [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], τινί τι Πλουτ. Δημήτρ. 12· τι [[πρός]] τι Λουκ. Προμ. 15. Β. Μέσ., θέτω ἐμπρὸς μου ἢ πλησίον μου, [[κελεύω]] νὰ θέσωσι πλησίον μου, [[ἐπεὶ]] δαΐδας παραθεῖτο Ὀδ. Β. 105, πρβλ. Τ. 150, Ω. 140· παραθέσθαι [[σκύφος]] Εὐρ. Κύκλ. 390· τράπεζαν Θουκ. 1. 130· σῖτον Ξεν. Κύρ. 8. 6, 12· οἱ τὰ εὐτελέστατα παρατιθέμενοι, οἱ τρεφόμενοι ἥκιστα πολυδαπάνως, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 1. 20· ― [[ὡσαύτως]], παραθέτω ἢ [[διατάσσω]] νὰ παρατεθῇ τροφὴ ἐνώπιόν τινος, [[ἠῶθεν]] δέ κεν ὕμμιν [[ὁδοιπόριον]] παραθείμην Ὀδ. Ο. 506· προνοῶ δι’ ἐμαυτόν, ἐφοδιάζομαι μέ..., ὅσα... Πλουτ. Περικλ. 26. 2) καταθέτω εἰς χεῖραν ἄλλου ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, καταθέτω πρὸς φύλαξιν, τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Ἡρόδ. 6. 86, 1· τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. Ξεν. Ἀθην. 2, 16, πρβλ. Πολύβ. 3. 17, 10, κτλ.· ([[ὅθεν]] [[παραθήκη]])· ― ἀκολούθως, [[παραδίδω]] [[πρόσωπον]] εἰς τὴν φροντίδα τινός, τινί τινα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 8, 22· συνιστῶ εἰς τὴν φροντίδα τινός, τι εἴς τινα Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 46· τινά τινι Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 23, κ΄, 32. 3) ἀποτολμῶ, [[διακινδυνεύω]], [[ἐμβάλλω]] εἰς κίνδυνον, σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλὰς Ὀδ. Β. 237· τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι Γ. 74, Ι. 255· πρβλ. Τυρταῖ. 9. 18· ἴδε [[παραβάλλω]] ΙΙ. 1. 4) [[ἐφαρμόζω]] τι ἐξ ἰδίων μου [[πρός]] τινα σκοπόν, μεταχειρίζομαί τι, τι ἔν τινι Φαίδων 65Ε. 5) [[φέρω]] ἢ [[ἀναφέρω]] τι εἰς ὑποστήριξιν τῶν λεγομένων μου, [[ἀναφέρω]] ὡς ἀπόδειξιν ἢ ὡς μαρτυρίαν, π. μῦθον, [[παράδειγμα]] Πλάτ. Πολιτικ. 275Β, 279Α· [[ψήφισμα]] Πλούτ. 2. 833D, κτλ.· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀθην. καὶ τοῖς γραμματ.· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 23. 6) [[προσάπτω]] [[ὄνομα]], τῷ χωρίῳ [[ὄνομα]] Παυσ. 2. 14, 4.
}}
}}