Anonymous

στέλεχος: Difference between revisions

From LSJ
6_21
(13_3)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] τό, das Stammende, unten an der Wurzel, der Stamm; δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους, Pind. N. 10, 61; Her. 8, 55; Klotz, Block, Ar. Lys. 336, ἐκπρεμνίζειν στελέχη, Dem. 43, 69, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] τό, das Stammende, unten an der Wurzel, der Stamm; δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους, Pind. N. 10, 61; Her. 8, 55; Klotz, Block, Ar. Lys. 336, ἐκπρεμνίζειν στελέχη, Dem. 43, 69, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''στέλεχος''': τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, [[Πολυδ]]. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. [[στέλλω]])· ― ἡ κορυφὴ ἢ [[στεφάνη]] τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[πρέμνον]] ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) [[καθόλου]], [[κορμός]], [[ξύλον]], στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., [[ἄνθρωπος]] [[βλάξ]], «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1.
}}
}}