Anonymous

συλλύω: Difference between revisions

From LSJ
1,631 bytes added ,  5 August 2017
6_13a
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] aus einander lösen, bes. Feinde aus einander bringen, aussöhnen, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, Soph. Ai. 1296; und so ist auch wohl Aesch. Ch. 292 zu nehmen. – Med. συλλύεσθαι [[πρός]] τινα, sich mit Einem aussöhnen, mit ihm Frieden machen; D. Sic. 18, 21, l. d.; LXX,
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] aus einander lösen, bes. Feinde aus einander bringen, aussöhnen, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, Soph. Ai. 1296; und so ist auch wohl Aesch. Ch. 292 zu nehmen. – Med. συλλύεσθαι [[πρός]] τινα, sich mit Einem aussöhnen, mit ihm Frieden machen; D. Sic. 18, 21, l. d.; LXX,
}}
{{ls
|lstext='''συλλύω''': μέλλ. -ύσω, βοηθῶ εἰς τὴν λύσιν, λύω [[ὁμοῦ]], ξύλλυε δεσμὰ μητρὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 723. ― Μέσ., τῷ Πριάμῳ συλλυσόμενοι τὸν παῖδ’, λυτρωσόμενοι [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 21F. ΙΙ. λύω δυσκολίας, [[καθησυχάζω]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, τὰ [[νείκη]], τὸν πόλεμον Διόδ. 3. 63, Ἐκλογ. 623, 23· σ. τινάς, νὰ συνδιαλλάξωσιν αὐτούς, Ἐπιγραφ. Μεγαρ. IV. h. 8 Keil. καὶ οὕτω πιθ. ἐν Σοφ. Αἴ. 1317, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, ἐὰν ἦλθες ἐδῶ οὐχὶ νὰ φέρῃς ταραχήν, ἀλλὰ νὰ συνδιαλλάξῃς (ἢ δύναται νὰ ληφθῇ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, οὐχὶ διὰ νὰ δέσῃς, ἀλλὰ διὰ νὰ βοηθήσῃς εἰς τὴν λύσιν τοῦ κόμβου, πρβλ. Ἀντιγ. 40, Εὐρ. Ἱππ. 671). ― Μέσ. καὶ παθ., [[ἔρχομαι]] εἰς συμβιβασμόν, [[πρός]] τινα Διόδ. 12. 4· ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 14). ΙΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 294, δέχεσθαι δ’ [[οὔτε]] συλλύειν τινά, ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ συλλύειν διὰ τοῦ συγκαταλύειν, συνοικεῖν, καταλύειν ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην.
}}
}}