Anonymous

συγκλύζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4"
(6_20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκλύζομαι''': παθ., κλύζομαι [[πανταχόθεν]] ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Πλούτ. 2. 206C, 467D. ΙΙ. μεταφ., καταβυθίζομαι εἰς [[χρέος]], [[αὐτόθι]] 831Β. 2) διατελῶ ἐν συγχύσει ἢ ταραχῇ, τὰ τῆς Ἀσίας ξυγκεκλυσμένα πράγματα Φιλόστρ. 509.
|lstext='''συγκλύζομαι''': παθ., κλύζομαι [[πανταχόθεν]] ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Πλούτ. 2. 206C, 467D. ΙΙ. μεταφ., καταβυθίζομαι εἰς [[χρέος]], [[αὐτόθι]] 831Β. 2) διατελῶ ἐν συγχύσει ἢ ταραχῇ, τὰ τῆς Ἀσίας ξυγκεκλυσμένα πράγματα Φιλόστρ. 509.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλύζομαι:''' [[заливаться волнами]], [[быть игралищем волн]] (τὸ [[πλοῖον]] συγκλυζόμενον Plut.): ὁ συγκλυζόμενος Plut. утопающий (в долгах).
}}
}}