3,277,218
edits
(c2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1368.png Seite 1368]] ältere Stammform des praes. vom später gebräuchlichern [[χώννυμι]], häufig bei Her. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1368.png Seite 1368]] ältere Stammform des praes. vom später gebräuchlichern [[χώννυμι]], häufig bei Her. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χόω''': ἀπαρ. χοῦν, μετοχ, χῶν, παρατ. ἔχουν, Ἡρόδ., Θουκ. κλπ. (ἴδε κατωτ., καὶ [[διαχόω]])· [[χώννυμι]], -ύω, (ἃ ἴδε) [[εἶναι]] τύποι μεταγεν.· μέλλ. χώσω Σοφ. Ἀντιγ. 81, κλπ.· - ἀόρ. ἔχωσα (κατ-), Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. κέχωκα (ἀνα-) Δημ. 1279. 20· - Μέσ., ἀόρ. χωσάμενος Χρησμ. Σιβ. 5. 320. - Παθ. μέλλ. χωσθήσομαι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1413, Πολύβ.· - ἀόρ. ἐχώσθην, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. κέχωσμαι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 1, Ξεν., (ἐκ-, συγ-) Ἡρόδ. - Ρημ. ἐπίθ. [[χωστός]], ὃ ἴδε. Χέω εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συσσωρεύω]], ἐπὶ χώματος, χοῦσι [[χῶμα]] μέγα Ἡρόδ. 4. 71· χώματα χοῦν ὁ αὐτ. 2. 137, Πλάτ. Νόμ. 958Ε· χώματα χῶν πρὸς τείχεα, συσσωρεύων χώματα πρὸς τὰ τείχη, Ἡρόδ. 1. 162· [[χῶμα]] ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Θουκ. 2. 75· νῆσον χώσας σποδῷ, σχηματίσας νῆσον διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως τῆς τέφρας, Ἡρόδ. 2. 140· [[μάλιστα]] ἐπὶ τάφου ἢ τύμβου, χῶσαι τάφον ὁ αὐτ. 9. 85, Σοφ. Ἀντιγ. 81· τύμβον [[αὐτόθι]] 1204, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 702, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1143· [[μνῆμα]] Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 3, 11· [[σῆμα]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 248. 7· πολυάνδρια (ΙΙ. 2), Πλουτ. Εὐμ. 9. 2) ἀποφράττω ἐμβάλλων [[χῶμα]], χ. τοὺς λιμένας Δημ. 795. 14, Αἰσχίνης 69. 7· χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Πολύβ. 1. 19, 13· - Παθ., πληροῦμαι χώματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ θαλασσίων λιμένων, «γεμίζομαι», ἀποχερσοῦμαι, πορθμοῦ χωσθέντος Ἐμπεδ. 359· τὶ μιν (ἐξυπακ. τὸν κόλπον) κωλύει.. χωσθῆναι; Ἡρόδ. 2. 11· ἀλλ’ ἐπὶ πόλεως, οἰκοδομοῦμαι, κτίζομαι ἐπὶ ὑψωμάτων ἐκ χώματος ἢ λόφων, [[αὐτόθι]] 137· πρβλ. [[ἐκχώννυμαι]]. 3) σπανιώτερον, [[καλύπτω]] διὰ χώματος, «παραχώνω», χῶσαί τινα τάφῳ Εὐρ. Ὀρ. 1585, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 947D, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. προσθῆκαι 497α. 5, καὶ ἴδε [[καταχώννυμι]]. - Παθ., ἐχωννύμεθα, ἐκαλυπτόμεθα διὰ σωροῦ χώματος, δηλ. ἐπεσώρευον σωρὸν χώματος [[ὑπεράνω]] ἡμῶν, Ἀνθ. Παλατ. 7. 136, 137. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 697, 700. | |||
}} | }} |