Anonymous

σκαλεύω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_3)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] = [[σκάλλω]], behacken; ἄνθρακας, scharren, schüren, Ar. Pax 432, vom Schol. ζωπυρεῖν erkl.; πῦρ μαχαίρᾳ, Luc. V. H. 2, 28; vgl. Plut. ed. lib. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0888.png Seite 888]] = [[σκάλλω]], behacken; ἄνθρακας, scharren, schüren, Ar. Pax 432, vom Schol. ζωπυρεῖν erkl.; πῦρ μαχαίρᾳ, Luc. V. H. 2, 28; vgl. Plut. ed. lib. 17.
}}
{{ls
|lstext='''σκᾰλεύω''': [[σκάλλω]], ἀνακινῶ, ὑποδαυλίζω, ἄνθρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 440, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 28· πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκ., δηλ. μὴ ἐρέθιζε ἄνθρωπον ὠργισμένον. Πυθαγ. παροιμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 17, Πλουτ. Νουμ. 14· σκ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς Ἀριστ. Προβλ. 32. 6 καὶ 13· - ἀπολ., ἐπὶ ὀρνίθων, «[[σκαλίζω]]», Πλούτ. 2, 516D. -Καθ’ Ἡσύχ.: «κινεῖ, ἀναστρέφει, ὀρύσσει».
}}
}}