Anonymous

διελαύνω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἐλαύνω]]), 1) durchtreiben, -jagen, ἵππους τάφροιο, Il. 10, 564; vgl. 12, 120; [[ἔγχος]] λαπάρης, stieß die Lanze durch die Weichen, 16, 318; vgl. 13, 161. Aehnl. [[ξύλον]] Her. 4, 72; durchbohren, τινὰ λόγχῃ διὰ τῶν πλευρῶν Plut. Marcell. 29; τινὰ δορατίῳ διελάσας Luc. D. Mort. 14, 3. – 2) sc. ἵππον u. ä., scheinbar intrans., durchreiten, Xen. An. 1, 4, 12; ὁδόν Cyr. 4, 4, 4; bes. von einem Reitermanöver, Hipp. 3, 6; durchdringen, An. 2, 3, 19; daher [[ἡμέρα]] [[διήλασε]], der Tag brach durch, hervor, Eur. Heracl. 788.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0619.png Seite 619]] (s. [[ἐλαύνω]]), 1) durchtreiben, -jagen, ἵππους τάφροιο, Il. 10, 564; vgl. 12, 120; [[ἔγχος]] λαπάρης, stieß die Lanze durch die Weichen, 16, 318; vgl. 13, 161. Aehnl. [[ξύλον]] Her. 4, 72; durchbohren, τινὰ λόγχῃ διὰ τῶν πλευρῶν Plut. Marcell. 29; τινὰ δορατίῳ διελάσας Luc. D. Mort. 14, 3. – 2) sc. ἵππον u. ä., scheinbar intrans., durchreiten, Xen. An. 1, 4, 12; ὁδόν Cyr. 4, 4, 4; bes. von einem Reitermanöver, Hipp. 3, 6; durchdringen, An. 2, 3, 19; daher [[ἡμέρα]] [[διήλασε]], der Tag brach durch, hervor, Eur. Heracl. 788.
}}
{{ls
|lstext='''διελαύνω''': μέλλ. διελάσω, Ἀττ. διελῶ˙ ἀόρ. α΄ διήλᾰσα. Ὁδηγῶ ἢ [[σύρω]] διὰ μέσου ἢ [[ἀπέναντι]], τάφροιο [[διήλασε]] μώνυχας ἵππους Ἰλ. Κ. 504, πρβλ. Μ. 120, Εὐρ. Ἱκέτ. 676. 2) διαπερῶ, λαπάρης δὲ [[διήλασε]] χάλκεον [[ἔγχος]] Ἰλ. ΙΙ. 318, πρβλ. Ν. 161˙ παρὰ τὴν ἄκανθαν [[ξύλον]] … δ., ἐπὶ ἀνασκολοπισμοῦ, Ἡρόδ. 4. 72. 3) δ. τινὰ λόγχῃ, διατρυπῶ τινα διὰ λόγχης, Πλούτ. Μαρκ. 29, πρβλ. Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 14. 3. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἵππον) [[διέρχομαι]] [[ἔφιππος]], Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, κτλ.˙ ὁρμῶ διὰ μέσου, [[αὐτόθι]] 1. 10, 7., 2. 3, 19, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 3, 6 καὶ 11˙ - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., δ. ὁδὸν ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 4, 4. 2) περὶ τοῦ ἥδε σ’ [[ἡμέρα]] διήλασεν Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 788, ἴδε Elmsl. ἐν τόπῳ. 3) τῆς ὀρσοθύρης διηλσάμην (συγκεκομμ. ἀντὶ -ηλασάμην, ἴδε ἤλσατο), Σιμων. Ἰαμβ. 15. 4) [[προβαίνω]], προχωρῶ, εἰς ὅσον διελήλακεν ἀσελγείας Κλήμ. Ἀλ. 28.
}}
}}