Anonymous

διασπουδάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_5)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] 1) sehr eifrig betreiben; διεσπούδασται ist pass. Dem. 20, 157 τί [[μάλιστα]] ἐν ἅπασι τοῖς νόμοις διεσπούδασται, [[ὅπως]] μὴ γένηται, wie 23, 79, hat aber active Bdtg 23, 182 διεσπούδασται. μὴ [[λαβεῖν]] ὑμᾶς; wie das med. auch Arr. An. 7, 23, 13 hat: ἐν μεγάλοις [[μεγάλως]] διεσπουδάζετο, er strengte sich sehran. – 2) in der Bewerbung um ein Amt wetteifern, Dio Cass. 36, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] 1) sehr eifrig betreiben; διεσπούδασται ist pass. Dem. 20, 157 τί [[μάλιστα]] ἐν ἅπασι τοῖς νόμοις διεσπούδασται, [[ὅπως]] μὴ γένηται, wie 23, 79, hat aber active Bdtg 23, 182 διεσπούδασται. μὴ [[λαβεῖν]] ὑμᾶς; wie das med. auch Arr. An. 7, 23, 13 hat: ἐν μεγάλοις [[μεγάλως]] διεσπουδάζετο, er strengte sich sehran. – 2) in der Bewerbung um ein Amt wetteifern, Dio Cass. 36, 21.
}}
{{ls
|lstext='''διασπουδάζω''': ἀσχολοῦμαι εἴς τι [[μετὰ]] ζήλου, ἐπιμελοῦμαι πολύ, καὶ παθ., [[μετὰ]] ζήλου ἐνεργοῦμαι, ἀξιοῦμαι πολλῆς φροντίδος καὶ σπουδῆς, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Δημ. 505. 8· ἂν καὶ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] διεσπούδασται ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., 681. 21. - Μέσ’, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 12. 2) εἶμαι [[ζηλωτής]], [[περί]] τι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14. ΙΙ. [[ἀντιπαραγγέλλω]], [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα περὶ ἀρχῆς, Δίων Κ. 36. 21.
}}
}}