Anonymous

μυστιλάομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(c2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] [[μυστίλη]], μυστίλλω, s. [[μιστυλάομαι]], [[μιστύλη]], [[μιστύλλω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] [[μυστίλη]], μυστίλλω, s. [[μιστυλάομαι]], [[μιστύλη]], [[μιστύλλω]].
}}
{{ls
|lstext='''μυστῑλάομαι''': ἀποθ., [[ἐμβάπτω]], «βουτῶ» ἄρτον εἰς τὸν ζωμὸν καὶ [[τρώγω]], ὦ πλεῖστα... μεμυστιλημένοι... ἐπ’ ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ἀριστοφ. Πλ. 627· ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Λουκ. Λεξιφ. 5· μεταφορ., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, σουφρώνει μὲ δύο χέρια τὰ δημόσια χρήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 827· - [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., μυστίλας μεμυστιλημένας, ἤδη ἑτοίμους, πεποιημένας εἰς [[σχῆμα]] κοῖλον διὰ τῶν δακτύλων, [[αὐτόθι]] 1168. - Ἴδε τὴν λ. [[μυστίλη]].
}}
}}